United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπαν γουν τινες ότι το πορφυρογέννητον εκείνο νήπιον το είχαν αρπάσει Αθίγγανοι και το ανέθρεψαν, και εμεγάλωσεν εις μέσον τους μη γνωρίζοντας τους γονείς του, και όλον τούτο έγεινε διά τας αμαρτίας του βασιλέως, διά να παιδευθή εις αυτόν τον πρόσκαιρον κόσμον, και ν' αποφύγη εις τον άλλον την αιώνιον κόλασιν, οπού υπήγε να προσκυνήση τον αντίθεον Πάπαν.

Είχε γείνει η πρώτη εις την κολυμβήθραν κατάδυσις, και ο παπάς εβάπτιζε «την δούλην του Θεού Αχλαδίαν», ότε η Σαϊτανικολίνα επλησίασε και με φωνήν διστακτικήν του είπεν: — Αγλαΐα είνε τόνομα, αφέντη παπά, Αγλαΐα. Ο ιερεύς διακόψας το βάπτισμα και κρατών μετέωρον το νήπιον, το οποίον εκραύγαζεν, απήντησεν: — Αγλαΐα, Αχλαδία το ίδιο είνε. Κατέχω κεγώ με τα ονόματα που πάτε και βγάνετε;

Σωκράτης Ημπορώ να σου είπω ταύτα τα οποία θα ενθυμηθώ. Είπε δηλαδή: Και ποία ηλικία δεν έχει λύπας ; Ευθύς άμα το νήπιον γεννηθή, μήπως δεν κλαίει αρχόμενον του ζην από λύπης; Δοκιμάζει όλας τας αλγηδόνας, κλαίων διότι είτε στερείται τινος, είτε διά την ζέστην, είτε διά το ψύχος ή διά τινα πληγήν, μη δυνάμενον να είπη τι αισθάνεται, κλαυθμηρίζον δε με φωνήν δυσαρεσκείας.

Το βέβαιον είνε ότι εκ των δύο ορφανών, η Μόρφω, ήτις είχεν ήδη αίσθησιν, αν δεν επεθύμει ν' αποκτήση μητέρα, ενεθυμείτο κ' ελυπείτο την μητέρα της. Ο Ευαγγελινός, νήπιον τριετίζον εν καιρώ της συμφοράς, ούτε είξευρε τίποτε, ούτε ενεθυμείτο. Έκλαιε μόνον όταν η μάμμη τον εβίαζε να φορέση τον κατάμαυρον σάκκον του.

Να, και τα δύο φίλτατά σου τέκνα, αυτός μεν νήπιον ακόμη, εγώ δε νέα ήδη, σε ικετεύομεν απτόμενοι του γενείου σου. Α ! θα νικήσω, αν τούτο μόνον ακούσης το οποίον θα σοι ειπώ : Είναι τόσον γλυκύ, πατέρα μου, αυτό το φως της ζωής, και τόσον ψυχρά και σκοτεινά τα υπό την γην ! Παράφρων είναι όστις ποθεί τον θάνατον! Καλλίτερον να ζη τις δυστυχής παρά ν' αποθάνη ευτυχής.

Η πένθιμος είδησις την εύρε την κυρά Λιμπέριαιναν προσευχομένην, γονατιστήν, εμπρός εις την Τριχειρούσαν της, ενώ το παιδίον, το νήπιον, εκλαυθμύριζεν άυπνον μέσα εις την κούνιαν του παραδέρνον.

Μία εκ των σκηνών, αι οποίαι μου έκαμαν εξαιρετικήν εντύπωσιν εις το «Ασομοάρ» του Ζολά είνε εκείνη όπου η Γερβασία, κρατούσα εις την αγκάλην της την μικράν Νανάν, μεταβαίνει να καλέση διά το γεύμα τον σύζυγόν της Κουπώ, τζιγκοεργάτην, εργαζόμενον επί της στέγης υψηλής οικίας. Η σύζυγος τον φωνάζει, το δε νήπιον κινεί προς αυτόν το ροδαλόν του χεράκι και ψελίζει: — Να με, μπαμπά, να με!

Εκεί θα προσκρούσετε ίσως προς το κομψόν χειραμάξιον, εφ' ου η τροφός διακεκριμένου οίκου εξάγει εις περίπατον το μαμμόθρεπτον νήπιον. Εκεί θ' ανακόψη παν βήμα σας όμιλος αργών διερωτούντων αλλήλους τα νέα της ημέρας.

Της πρώταις ημέραις που την έθαψαν, ο παπά-Κονόμος, επί μίαν εβδομάδα δεν ημπορούσε καθόλου να παρηγορηθή. Αυτός οπού επαρηγορούσεν όλους τους θλιμμένους του χωρίου, με τα ωραία και παραμυθητικά βιβλία που τους εδιάβαζεν, δεν ημπορούσε να παύση τους λυγμούς του, οι οποίοι κάθε λίγο του ήρχοντο και έκλαιε σαν το νήπιον οπού το πειράζουν εις το θέλημά του.

Πότε έχομε της Παναγίας; ηρώτησεν η σύζυγός του, αποθέσασα χαμαί, επί τινος σανίδος, το νήπιον, το οποίον απεκοιμήθη θηλάζον, και με το βάρος εκείνο της κοιλίας της, η πτωχή, επανήρχισε πάλιν το μπογάδιασμα των ιματίων. — Την παραπάνω Κυριακή, απήντησεν ο Μιστόκλης, καρφώνων με προσοχήν μίαν ωραίαν ολόχρυσον Αγίαν Παρασκευήν.