United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οπώραι βαρακωμέναι, όρνιθες παχείαι με ταινιοστόλιστα ράμφη, ορμαθοί μπεκατσών, μέσα εις εικόνας και σημαίας και μύρτα και δάφνας, ξηροί καρποί, πορτοκάλια, αχλάδια της Κυνουρίας, δροσερά σαλατικά, όλα ευωδιάζοντα πανήγυριν και χαράν!

ΓΕΛΩΤ. Ότι αφού τας δοκιμάσης, θα ιδής ότι είναι αχλάδια και αι δύο. Ηξεύρεις να μου 'πής, διατί η μύτη είναι εις την μέσην του προσώπου; ΛΗΡ Όχι. ΓΕΛΩΤ. Διά να έχη κανείς από κάθε μέρος της μύτης και ένα 'μάτι, ώστε ό,τι δεν ημπορεί να μυρισθή να ημπορή να το βλέπη. Την αδίκησα! ΓΕΛΩΤ. Ηξεύρεις πώς κάμνει το στρείδι το καύκαλόν του; ΛΗΡ Όχι. ΓΕΛΩΤ. Ούτ' ηγώ.

Αφού εμισοστράβωσε τον κόσμο άρχισεν ο επιστήμονας να εξηγή πώς αυτά τ' ακτινοβόλα αχλάδια είνε νέο σύστημα φωτισμού, και με το μισό έξοδο θα δίδουν φως δεκαπλάσιο από το λάδι, που θα ξεπέση τότες η τιμή του εις το δέκατο, αφού δε θα χρησιμεύη πλεια παρά μόνο για το τηγάνισμα και τη σαλάτα.

Σκάλωσα λοιπό σε μιαν αχλαδιά, και κρύφτηκα. Πώς να φύγω μονάχος μου, χωρίς τη Χριστίνα! Πρέπει να τη βρω, έλεγα, και θα τη βρω. Κάπου θα κοίτεται λιγοθυμημένη. Μια να γλυκοφέξη, και θα τη βρω. Τρομερή κι ατέλειωτη νύχτα! Κάθουμουν ανάμεσα στ' αχλαδόκλαδα, και τους έβλεπα και περνούσαν: δυο δυο και τρεις, τρεις, πότε τούρκοι, πότε δικοί μας.

Και έπειτα ντρέπομαι τόσο να τις βλέπω μες στη μιζέρια, να τις βλέπω να πουλάνε κρυφά τις πατάτες, τ’ αχλάδια, τα μήλα στα παιδιά που μπαίνουν κρυφά στην αυλή, με τα χρήματα στο χέρι και ζητούν χαμηλόφωνα να ψωνίσουν, λες και είναι πράγματα κλεμμένα! Ντρέπομαι, ναι! Αυτά πρέπει να σταματήσουν. Εκείνες θα ξαναγίνουν εκείνο που ήταν κάποτε, εάν μ’ αφήσουν να κάνω ό, τι πρέπει.

Μα ο Δρύαντας επειδή δεν άκουσε αψήφιστα τα τελευταία λόγια του Δάμωνα, ενώ πήγαινε, στοχαζότανε μόνος του: — Ποιος τάχα νάναι ο Δάφνης; Αναθράφηκε από γίδα, σαν να νοιαζόντανε γι' αυτόν οι θεοί· είναι όμορφος και δεν μοιάζει καθόλου με τον πατσουρομύτη το γέρο και με τη μαδημένη τη γυναίκα του. Βρήκε και τρεις χιλιάδες, ενώ φυσικό είναι να μην έχη ένας γιδάρης μήτε τόσα αχλάδια.

Αλλ' όταν έφθασεν η στιγμή να το είπη εις τον ιερέα, εις την μνήμην του εύρε μόνον την αχλαδιάν ολίγον παρηλλαγμένην. Ο δε παπάς, εις τον οποίον επίσης ήτο γνωριμωτέρα η αχλαδιά, ήρχισε να επαναλαμβάνη εις τας ευχάς του το όνομα, όπως του το είπεν ο Μανώλης.

«Βάτοι κι αγκάθια, τώρα σεις βγάλετε μενεξέδες και συ, ζιμπούλι, στόλισε ταγκαθωτά βοτάνια, οι άκαρπες κουκουναριές ας κάνουν τώρ' αχλάδια, τώρα τα λάφια, θαρρετά, ας κυνηγούν τους σκύλλους και τώρα οι κούκοι ας κελαϊδούν ταηδόνια να σωπαίνουν κι όλα ας αλλάξουνε στη γη μια που πεθαίνει ο Δάφνις». Πάψετε, Μούσες, πάψετε ταγροτικό τραγούδι.

Κι όταν πια ετέλειωσαν αυτά με το καλό, ελούστηκαν, εφάγανε μ' όρεξη, τριγυρνούσανε ζητώντας πωρικά γουρμασμένα· κ' ήταν πλήθος απ' αυτά εξ αιτίας της εποχής· πολλά γκόρτσα, πολλά αχλάδια, πολλά μήλα, άλλα πεσμένα πια κάτω κι άλλα ακόμη επάνω στα δέντρα. Τα πεσμένα στη γις ήταν πιο μυρουδάτα· κι όσα ήτανε στα κλαδιά πιο ομορφόχρωμα· εκείνα μοσκοβολούσανε σαν κρασί και τούτα ελάμπανε σαν χρυσάφι.

Τον άκουσε η αφεντιά σας; Τώρα όλα θα πάνε καλά.» «Ας το ελπίσουμε∙ όλα θα πάνε καλά», είπε η Νοέμι, αλλά δεν ήξερε και η ίδια τι θα πήγανε καλά. Αισθανόταν μια ξαφνική αγάπη για όλους. «Πείτε στον Τσουαναντόνι να έρθει απόψε. Θα του δώσω κόκκινα αχλάδια.» Η γριά της άρπαξε το χέρι, το φίλησε και έφυγε κλαίγοντας. Η Νοέμι γύρισε στη θέση της.