United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τότε ο φτερουγόποδος τ' απάντησε Αχιλέας «Άφοβα πες και θαρρετά τι προφητιά κατέχεις. 85 Τι να! μα το μυριάκριβο του Δία γιο, που, Κάρχα, περικαλιέσαι εσύ και λες της μοίρας τα γραμμένα, άντρας κανείς, εγώ όσο ζω κι' έχω ανοιχτά τα μάτια, στο τάζω, χέρι φονικό δε σου σηκώνει εσένα εδώ στον κάμπο, ουδέ κι' αφτόν αν πεις τον Αγαμέμνο 90 που απ' όλους πρώτος βασιλιάς παινιέται εδώ πως είναι

Αυτά 'πε, και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι• 410 θαυμάζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά 'μιλούσε. και άρχισεν ο Αμφίνομος λαμπρός υιός του Νίσου του Αρητιάδη βασιληά, και ανάμεσόν τους είπε• «Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός, δεν πρέπει ενάντια να λογομαχή κανείς ή να θυμόνη. 415 τον ξένον μην υβρίζετε μήτε κανέναν άλλον των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα. αλλ' ας αρχίση ο κεραστής, και άμα η σπονδή τελειώση θα υπάγουμετα σπίτια μας να κοιμηθούμεν όλοι. τον ξένον ας αφήσουμετο δώμα του Οδυσσέα• 420 ικέτην ο Τηλέμαχος τον έχει και ας φροντίζη».

Αλήθεια κρίμα! είπαν κ' οι άλλοι. — Μα θαρρώ, αφεντικό, τη Δόξα την έκαναν πάντα με φτερά οι παλιοί μας· είπε θαρρετά ο Κουτρουμπής, λυπημένος για την απάτη του. — Με φτερά ναι· είπε ο Αριστόδημος παίρνοντας θέση διδάχου· μα ο παππούς μου της τάκοψε για να την αναγκάση να μείνη πάντα μαζί μας. — Και το κατάφερε ; — Η ιστορία λέει όχι· μα εγώ δεν το πιστεύω.

Αυτά 'πε και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι, θαύμαζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά μιλούσε• και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος εστράφη και του είπε• «Τηλέμαχ', άσφαλτ' οι θεοί οι ίδιοι σε διδάχνουντους λόγους υπερήφανος και θαρρετός να γίνης• 385 μη τύχητην περίβρεκτην Ιθάκην ο Κρονίδης σε καταστήση βασιληά, 'που το 'χεις πατρικό σου».

Άκουσέ με και θα ιδής πως δε θα μετανοιώσης· τον συμβούλεψε γυρίζοντας αλλού το πρόσωπο. — Να μετανοιώσω! Όχι, Ελπίδα· δε φοβούμαι να μετανοιώσω όταν το λες εσύ. Μα πρέπει πρώτα να ιδούμε αν το δέχεται κι ο Αριστόδημος. — Α, όσο γι' αυτό μη σε μέλλει· είνε δική μου δουλειά. Η κόρη τράβηξε ίσα στο γραφείο κι άνοιξε θαρρετά την πόρτα. Μα στάθηκε στο κατώφλι ξυλιασμένη.

Μα οι Αργίτες σαν ήρθαν στον Ελλήσποντο κι' ως στα γοργά καράβια, γύρω όλοι οι άλλοι σκόρπισαν, στο πλοίο του ο καθένας, μα του Πηλέα ο άξιος γιός τα θαρρετά συντρόφια δεν άφινε να διαλυθούν, παρά τους είπε πρώτα 5 «Συντρόφοι ακούστε αγαπητοί, γοργοί μου Μυρμιδόνες, τ' άτια μη λύστε απ' τα λουριά, μον έτσι λίγο ακόμα μ' αμάξια ας πάμε κι' άλογα να κλάψουμε μια στάλα τον Πάτροκλο μας· τι πρεσβιό αφτό 'ναι των νεκρώνε.

Κ' εγέλασ' η μητέρα του και στράφηκε και τούπε: Γιατί απορείς; μήπως και συ της μέλισσας δε μοιάζεις; Έτσι μικρός είσαι και συ κ' έτσι σκληρά πληγώνεις. Αδράχτι, που σ' εχάρισε στις γνωστικές γυναίκες η γλαυκομμάτα η Αθηνά για νοικοκυροσύνη, έλα μαζί μου θαρρετά στην πόλη του Νηλέως πούνε ναός της Κύπριδος μέσ' σε χλωρά καλάμια.

Αλλ' εγώ, οπού είχα φιλίαν με τον Φαφάναν από μικρός, από το σχολείον ακόμη, πλησιάζω και του λέγω θαρρετά: — 'Σ της γυναίκες πρώτα, Φαφάνα, απάνωτον γυναικίτη. Είχα εγώ το σχέδιόν μου. Τα παιδιά οπού ακολουθούσαν φωνάζουν και αυτά, χωρίς όμως να ξέρουν. — Ναι, 'ςτης γυναίκες πρώτα! 'ςτης γυναίκες!

Όμως ακόμα πιο πολύ τον αγαπούσ' εκείνη· έτσι, κι όταν επήγαινε στην κλίνη της μ' αγάπη, εμπιστευόταν θαρρετά το θρόνο του στους γυιούς του.

Ένα μονάχα τον ετρόμαζε: ότι ο Λάμωνας δεν ήταν πλούσιος. Αυτό μόνο του ξαδυνάτιζε την ελπίδα. Μολοντούτο έβρισκε καλό να τη ζητήση για γυναίκα κ' εσυμφωνούσε κ' η Χλόη. Στο Λάμωνα δεν τόλμησε να ειπή τίποτε, παρά στη Μυρτάλη και τον έρωτά του θαρρετά εφανέρωσε και για το γάμο της έκανε λόγο. Κι αυτή τα είπε τη νύχτα στο Λάμωνα.