Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Λοιπόν λέγε μου, καλέ Θεαίτητε, πρώτον μεν εις όσα προ ολίγου είπαμεν, δεν απορείς και συ πώς τόσον έξαφνα αναδεικνύεσαι όχι κατώτερος εις την σοφίαν από οποιονδήποτε άνθρωπον ή θεόν ακόμη; Ή μήπως νομίζεις ότι ο πήχυς του Πρωταγόρου ολιγώτερον εφαρμόζεται εις τους θεούς παρά εις τους ανθρώπους; Θεαίτητος. Μα τον Δία δεν το νομίζω αυτό, και ακριβώς πολύ απορώ, καθώς είπες, όταν με ερώτησες.

Αφ' ου λοιπόν τόση φροντίς καταβάλλεται και ιδιωτικώς και δημοσίως διά την αρετήν, σου φαίνεται παράξενον, Σωκράτη, και απορείς αν η αρετή ημπορεί να διδαχθή; Και δεν πρέπει να σου φαίνεται, πολύ περισσότερον παράξενον, αν δεν ημπορούσε να διδαχθή; Διατί λοιπόν πολλά παιδιά εναρέτων πατέρων γίνονται κακά; Μάθε πάλιν την αιτίαν τούτου· διότι δεν είναι διόλου παράξενον αν εγώ εις τα προηγούμενα έλεγον την αλήθειαν, ότι κανείς δεν πρέπει να μείνη αμαθής τούτου του πράγματος, δηλαδή της αρετής, αν πρόκειται να υπάρξη πόλις.

Μήτε απελπισία μήτε ανελπισιά δε σου ήρθε ποτές σου, και για τούτο καμιά φορά απορείς μ' όσα σου γράφω, ή δίνεις στα λόγια μου ένα νόημα που δεν έχουν, που δεν μπορεί νάχουν. Άλλος είναι ο καημός μου. Ναι! είναι αλήθεια· παντρέφτηκε, τον πήρε· ναι! είναι αλήθεια που συχνά μου φαίνεται σα νάγινε ποτάμι η ψυχή μου, σα να βράχηκε από τα κλάματα τα πολλά. Ναι! μα μη λες πως είναι ζούλια.

Κ' εγέλασ' η μητέρα του και στράφηκε και τούπε: Γιατί απορείς; μήπως και συ της μέλισσας δε μοιάζεις; Έτσι μικρός είσαι και συ κ' έτσι σκληρά πληγώνεις. Αδράχτι, που σ' εχάρισε στις γνωστικές γυναίκες η γλαυκομμάτα η Αθηνά για νοικοκυροσύνη, έλα μαζί μου θαρρετά στην πόλη του Νηλέως πούνε ναός της Κύπριδος μέσ' σε χλωρά καλάμια.

Κοριτσάκι μου, εσύ που προβαίνεις στο παράθυρό σου, αντίκρυ στην κάμερή μου, και με κοιτάζεις κι απορείς και δεν ξέρεις γιατί άξαφνα σηκώνουμαι και περπατώ, άξαφνα κάθουμαι και γράφω, γιατί ξεσκίζω κάθε τόσο μια κόλλα χαρτί και ξαναρχίζω, γιατί κάποτε χαμογελώ και κάποτε πάλε στέκουμαι ώρες και συλλογιούμαι, κοριτσάκι μου εσύ, να σου πω τα ιστορικά μου· δυο πράματα σιχαίνουμαι στον κόσμο, δυο είναι που μου φέρνουν αηδία, να ταξιδέβω και να γράφω.

Αυτό απορείς; του είπα, αποπειρώμενος τώρα και εγώ να μιμηθώ την σοφίαν των, που τόσον επεθυμούσα να αποκτήσω. — Πώς να μην απορώ, μου είπε, και εγώ και όλοι οι άνθρωποι δι' ένα πράγμα που δεν υπάρχει; — Τι λέγεις, Διονυσόδωρε; το ωραίον δεν είναι ωραίον, και το άσχημον δεν είναι άσχημον; — Ναι, εάν μου φαίνεται εμένα. — Και δεν σου φαίνεται λοιπόν;

Και αυτό το μελωδικόν του περιεχόμενον είνε αβυρτάκη τις, η ιταλική σαλάτα, κατά την σημερινήν μαγειρικήν γλώσσαν, όπου αλλαχού μεν αναγνωρίζεις τον Κ ο υ ρ έ α τ η ς Σ ε β ί λ λ η ς και τους Δ ρ α γ ό ν ο υ ς του Β ι λ λ ά ρ και την Κ ό ρ η ν της Α γ γ ώ, αλλαχού δε απορείς προς το γνώριμον του μέλους και δεν κατορθόνεις εν τούτοις να το ενθυμηθής.

Όλως διόλου εξευτελίζεις, καλέ Ξένε, το ανθρώπινον γένος μας. Μη απορείς, φίλε Μέγιλλε, αλλά συγχώρησέ με. Διότι έρριψα βλέμμα εις τον θεόν και με την εντύπωσιν εκείνην είπα αυτό που είπα τόρα. Όμως ας είναι το γένος μας όχι μηδαμινόν, αφού το θέλεις, αλλ' άξιον κάποιας προσοχής. Εάν δε τυχόν δεν ελέχθησαν τότε ικανοποιητικώς, τάρα ας λεχθούν με την έρευναν των νόμων.

Λοιπόν δι' όλα αυτά και εις τον Τάραντα και εις τον τόπον μας και εις τον τόπον σας φαίνεται ότι μία μόνον απάντησις τους αθωώνει, ότι δεν τα έχουν αυτά εσφαλμένως αλλά ορθά. Δηλαδή προς απάντησιν ο καθείς θα ειπή εις τον ερωτώντα ξένον, ο οποίος βλέπει τας παραδόξους συνηθείας του τόπου εκείνου: μην απορείς, καλέ ξένε.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν