United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χωρίς να είναι στα σωστά βαθιά χειραφετημένη, ανακατώνεται σε όλα, σε όλα· τάχα δε βλάφτει τέτοιο ανακάτωμα τη νοικοκυροσύνη της και τη μητρότητά της; Νομίζω πώς ακέριος της γυναίκας ένας λυτρωμός από τη σκλαβιά της πρόληψης, κ' ένας υψωμός του νου της προς το φως το αληθινό, θα την έκανε και μητέρα καλήτερη και σωστότερη νοικοκυράΣα να είστ' εσείς η «άλλη Μούσα» που πήρατε το ζήτημα από την όψη του την άλλη, την πιο αληθινή· αν και ό,τι χαρακτηρίζει το έργο σας, και, γενικώτατα, τα γραφόμενά σας, δεν είναι το φτέρωμα του μουσοθρεμμένου ποιητή, μα το περπάτημα του συγκρατημένου λογογράφου.

Κι ο κόσμος πόπαιρνε τη δροσιά του, άλλοι περπατώντας του μάκρου της ακρογιαλιάς, άλλοι καθισμένοι στα μικρά καφενεδάκια, κοσμάκης επαρχιώτικος, υπαλληλία ντόπια και Σαλωνίτικη, νοικοκυροσύνη, εμπόριο, χτηματοσύνη, άλλοι που έμειναν μήνες στην Ιτιά για τα λουτρά τους, για τα χτήματά τους, κι άλλοι που έρχουνταν κάθε βράδι με τ' αμάξια για ν' αναπνεύσουν λίγη θάλασσα, όλοι τους έτρεχαν πατείς με πατώ σε προς τα ψάρια, ενώ ανάμεσα στη βοή και στην αντάρα τους, αντηχούσε δύο βήματα παρέκει η βροντοφωνή του παιδιού του καφενείου.

Κ' εγέλασ' η μητέρα του και στράφηκε και τούπε: Γιατί απορείς; μήπως και συ της μέλισσας δε μοιάζεις; Έτσι μικρός είσαι και συ κ' έτσι σκληρά πληγώνεις. Αδράχτι, που σ' εχάρισε στις γνωστικές γυναίκες η γλαυκομμάτα η Αθηνά για νοικοκυροσύνη, έλα μαζί μου θαρρετά στην πόλη του Νηλέως πούνε ναός της Κύπριδος μέσ' σε χλωρά καλάμια.

Όπου καμμιά παρδαλή, όπου καμμιά ξεμυαλισμένη, όπου καμμιά φτιασιδού, εκεί πέφτανε τα μάτια των αντρών. Κανένας δε γύριζε να κυττάξη τις κοπέλλες. Η φρονιμάδα κ' η νοικοκυροσύνη δεν είχανε πια πέρασι, όπως στον παληό καιρό. Όμως η Ταρσίτσα είχε κ' ένα παράπονο με τον παπά. Ποτές δε φρόντισε κι' αυτός σαν καλός συγγενής για την αποκατάστασί της. Ποτές δεν κούνησε το χέρι του.

Χάρισμα φυσικό, και δίχως κόπο αποχτημένο. Μάρμαρο από φυσικό του αξετίμητο. Μπορούσανε κάμποσα να λεχτούν και για τη νοικοκυροσύνη του, τη σπιταρχοντιά του, τα εμπορικά του χαρίσματα, τις θαλασσινές του αγάπες και δόξες.

ΑΜΛΕΤΟΣ Συμμαθητή μου, αν μ' αγαπάς, μη μ' αναπαίζης· ήλθες να ιδής, θαρρώ, τους γάμους της μητρός μου. ΟΡΑΤΙΟΣ Κύριε, πολύ σιμά τωόντι ακολουθήσαν. ΑΜΛΕΤΟΣ Οικονομία, φίλε, νοικοκυροσύνη! Απ' το νεκρόδειπνο τα κρέατα ψημένα κρύα πέρασαν εις του γάμου το τραπέζι. Να είχ' απαντήση τον χειρότερον εχθρόν μουτους Ουρανούς, και όχι να ιδώ τέτοιαν ημέραν.