United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πέντε χρόνια, που λες! Στράγγισα στα πόδια μου. Ανήμερα τα Φώτα ήτανε, που μου μπήκε ο διάολος μέσα μου Βγήκε απ' τα νερά και μου μπήκε μέσα στα σωθικά μου. Γύριζα από ταξίδι. Τραβούσα το δρόμο κατά το σπίτι. Ζούσε ακόμα η συχωρεμένη η μάννα μου. Εκεί κατά το μαχαλά μας βλέπω κάτι κορίτσια στην πόρτα. Ποιος γύριζε να κυττάξη; Χορτασμένο το μάτι μας από τέτοια πράμματα.

Μα εκεί που γύριζε, να! ο γιος του Τελαμώνα ο Αίας μια πέτραπου πολλές εκεί των καραβιών στηρίδια 410 μπροστά είταν σκόρπιες στων αντρών τα πόδιαμιά από δάφτες σηκώνει, κι' έτσι πρόσλαιμα απάνου απ' την ασπίδα τόνε βαράει, στα στήθια ομπρός, μια πέτρα που σα σφαίρα του πέταξε ίσα απάνου του στριφογυρίζοντάς την.

Κι' ως τόσο άμα τα μπάλλωνε ή με τους Βορεινούς ή με τους Πέρσους, που είταν αρκετοί να του βρίσκουνε δουλειά όσο ζούσε, και μ' αποτελέσματα για τα μας πολύ πιο μεγάλα και πολύκαιρα, γύριζε το μάτι του κατά την αγαπημένη του Δύση! Καθώς κάθε φιλόδοξος και δεσποτικός βασιλέας, είχε κι ο Ιουστινιανός πολλούς και κακούς εχτρούς, και μάλιστα τους Μονοφυσίτες και τους Πράσινους του Ιπποδρομίου.

Ακόμ' είδα τον Σίσυφον, φρικτά βασανισμένον• λίθον αυτός θεόρατον και με τα δυο βαστούσε• τα πόδιατην γην στύλονε, τον λίθον με τα χέρια 595 άμπωθεν άνω εις το βουνό, και ότι έμελλ' απ' την άκρη να τον κυλήση αντίπερα, τον γύριζε το βάρος, κ' εξανακύλ' αδιάντροποςτο σιάδι οπίσ' ο λίθος. και πάλι αυτός τον άμπωθε μ' αγώνα, κ' έσταζ' ίδρω το σώμα, και απ' την κεφαλή του ανέβαινεν η σκόνη. 600

Πρι να βραδιάση αυτή η μέρα, θα ξαναγυρίσης και θα μου ζητάς συβουλές. Κουρέλλι τόκαμε τόνομά σου ο κόσμος, και γλήγορα θα το δης. Τράβηξε ο Δημήτρης κατά το σπίτι του, κι ο Μιχάλης πάλε κατά ταργαστήρια. Πηγαίνοντας κατά ταργαστήρια, ανταμώνει ο Μιχάλης τον Πανάγο, ό τι γύριζε από το καφενείο. Ταποξεχνάει όλα μες σε μια στιγμή και γλυκοχαιρετάει τον αξάδερφό του. — Και για πού; ρωτάει ο Μιχάλης.

Στάχτη και μπούρμπερη σκορπίστηκαν οι εχθροί του. Και γύριζε τώρα νικητής στη χώρα τη δική του. Τα βούκινα και τα τούμπανα όλο ζυγώνανε στη χώρα κ' έτρεμε ο αέρας από τη χαρούμενη βοή τους. Ο γέρος ο βασιλιάς καβάλλησε το πιο όμορφο άλογό του, πήρε και την κορώνα τη χρυσή στα χέρια του και ξεκίνησε απ' το παλάτι.

Χαλασμός κόσμου όξω, μπουρίνι, νεροποντή, σκοτεινιά. Ο Μοναχάκης σαλπάριζε... Όταν καμμιά φορά τον έβλεπαν και γύριζε ύστερ' από μήνες, τα γεροντάκια έκαναν τον σταυρό τους κάτω στον καφενέ. — Γερο-Μελιγκόνη, καλώς τα δέχτηκες! Το μπρίκι του ξαδέρφου σου. Ο Μελιγκόνης κουνούσε το κεφάλι του. — Τι να σας πω; Έχει μέρες ο Μοναχάκης. Σαν έχης μέρες, στη φωτιά να πέσης θα γλυτώσης.

Ο Σβεν είταν ευχαριστημένος που είχε αρραβωνιαστικιά κ' είτανε τωραιότερο θέαμα, που μπορεί να φανταστή κανείς, όταν τα δυο παιδιά πιασμένα χέρι χέρι περνούσαν την αυλή κι ο ήλιος έπαιζε στα σγουρά μαλλιά τους, ή όταν ο Σβεν έσερνε τη Μάρθα στο μικρό της καροτσάκι και γύριζε πίσω αδιάκοπα να τη βλέπη.

Η σφαιρωτή του στέγη ακουμπησμένη σε οχτώ καμάρες στολισμένες με εικόνες πολεμικές· μια άξαφνα του Βελισάριου σανέ γύριζε από τις νίκες του με το στρατό και με τα λάφυρα, και στη μέση ο Ιουστινιανός κ' η Θεοδώρα καμαρώνοντας την παράταξη, και μάλιστα το Γότθο και το Βάνταλο βασιλέα που τους φέρνανε σκλάβους· χαρούμενοι κ' οι συγκλητικοί σεριανίζουν από τριγύρω το δοξασμένο το θέαμα.

Τον έσπρωξε κι εκείνος γούρλωσε τα μάτια, αλλά του φάνηκε να τον καίνε, να είναι σκεπασμένα με στάχτη, σαν να γύριζε από την κόλαση. Η γριά δεν ξανάνοιξε τα δικά της. Τα χέρια της είχαν κοκαλώσει, τα δάχτυλα ήταν άκαμπτα και ανοιχτά, κουνούσε ακόμη τα χείλη της που είχαν γίνει βιολετιά και γύρω γύρω μαύρα, αλλά δε μιλούσε πια. Δεν ξαναμίλησε.