United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στον καφενέ του Καπετάν-Πεφάνη το δειλινό πάντα μαζεμμένα τα γεροντάκια. Τις Κυριακές δεν έλειπε κανένας. Ήταν και η μέρα του βαποριού. Κάθε οκτώ και κάποτε κάθε δεκαπέντε έπιανε το βαπόρι του Βώλου. Κατά τον καιρό. Κάποτε περνούσε και μήνας που δεν έβλεπαν βαπόρι. Εκείνη την Κυριακή το περίμεναν χωρίς άλλο. Η θάλασσα ήταν λάδι.

Το σκαρί του απαράλλαχτο το μπρίκι του Μοναχάκη. — Αυτό είνε, δεν το βλέπεις μαθές; είπε ο Πεφάνης, αφού κρέμασε και το τελευταίο μπλάστρι. Όλο κι' όλο. Τάλλα γεροντάκια κύτταζαν μα δεν ξεχώριζαν. — Αυτό είνε, είπε πάλι ο Πεφάνης. Θέλει και ρώτημα; Κάποια ζημία θάπαθε. Δεν το βλέπεις πως είνε σαν καραβοτσακισμένο, γδαρμένο από όλες τις μεριές, αγνώριστο. Η «Αθηνά» του Μοναχάκη.

Χαλασμός κόσμου όξω, μπουρίνι, νεροποντή, σκοτεινιά. Ο Μοναχάκης σαλπάριζε... Όταν καμμιά φορά τον έβλεπαν και γύριζε ύστερ' από μήνες, τα γεροντάκια έκαναν τον σταυρό τους κάτω στον καφενέ. — Γερο-Μελιγκόνη, καλώς τα δέχτηκες! Το μπρίκι του ξαδέρφου σου. Ο Μελιγκόνης κουνούσε το κεφάλι του. — Τι να σας πω; Έχει μέρες ο Μοναχάκης. Σαν έχης μέρες, στη φωτιά να πέσης θα γλυτώσης.

Τα γεροντάκια απόξω από τον καφενέ, άλλοι στις πεζούλες, άλλοι με τα σκαμνιά τους κύτταζαν το πέλαγο. Ο Καπετάν-Πεφάνης από μέσα από τον καφενέ, ανεβασμένος σ' ένα σκαμνί άπλωνε τα μπλάστρια να στεγνώσουν απάνω στους σπάγγους που είχε περασμένους από τον ένα τοίχο στον άλλο. Άξαφνα δυο παιδιά πέρασαν τρεχάλα σαν αστραπή ποιο να πρωτοφτάση κάτω στους καφενέδες. — Το βαπόρι, το βαπόρι.

Τα δυο παιδιά έπιασαν τα κουπιά, αβαράρησαν από το μπρίκι και άρχισαν να λάμνουν. Η βάρκα ερχότανε κατά το μέρος του καφενέ. Ο Μελιγκόνης, ο Πεφάνης και τα γεροντάκια κύτταζαν, ακούνητοι, καρφωμένοι, αμίλητοι, τη βάρκα που ζύγωνε. — Ο Μοναχάκης! Φώναξε πρώτος ο Μελιγκόνης με πιασμένη φωνή. — Ο Μοναχάκης! Το Μοναχάκη βγάζουν... Ο Μοναχάκης ανήμπορος! Καλότυχε Μοναχάκη, τι κακό σου ήρθε;

Άξαφνα κοντά μου στην άκρη του στεφανιού του γκρεμού, φάνηκε ένας γέροντας φορτωμένος μ' ένα σακκί στις πλάτες. Απίθωσε το σακκί καταγίς, έκατσε απάνω, και αναστέναξε λαχανιάζοντας. Κατόπι του μια γριά φορτωμένη κι αυτή μ' ένα σακκί, ξεφορτώθηκε κι έκατσε κοντά του. Είταν δύο γεροντάκια καταζαρωμένα με γερά κορμιά, βουνήσιοι χωριάτες. Κουρέλλια αγνώριστα έντυναν και τους δυο, λερά, λασπωμένα.

Ήταν ευχαριστημένος, ύπνος όμως δεν του πήγαινε και χωρίς να θέλη έπεσε εις συλλογισμούς, από τους οποίους τον εύγαλε, μετά κάμποση ώρα, το καμπανάκι που εκαλούσε τους καλόγερους στην εκκλησιά να διαβάσουν και 'να προσευχηθούνε. Ο παππά Συνέσιος επλησίασε στο παράθυρο. Τα άστρα εφεγγοβολούσαν ακόμα και ο 'γουμενος είδε τα γεροντάκια σαν σκιές, να πηγαίνουν στο ναό μέσα.

Τι ήθελες να γίνη λοιπόν; Καθώς ήτανε σκυφτός στο μώλο, απάνω στο αρμίδι του, θα τον πήρε ο ύπνος, θάγυρε το κορμί του μπροστά και θάπεσε στη θάλασσα. Ψυχή στο μώλο δεν ήτανε τέτοια ώρα. Κάτι άλλα γεροντάκια που ψαρεύανε πάντα μαζί τον, του κάνανε παρέα κάμποση ώρα κ' ύστερα φεύγανε. Αυτός πάντα έμενε τελευταίος, Αυτά τα ήξερε όλο το νησί κι' απ' την ανάκριση, που έγινε, βεβαιωθήκατε.

Ο Μελιγκόνης τράβηξε το ρούμι του, έτριψε τα χέρια του δυνατά και πετάχτηκε να φύγη. — Θα πεταχτώ να ιδώ τι γίνεται. Έκαμε να τραβήξη μπροστά και στάθηκε. — Πεφάνη! Πεφάνη! Και στάθηκε σα χαζός. Ο Πεφάνης πετάχτηκε από το μαγαζί. Τα γεροντάκια τινάχτηκαν απάνω, ξαφνισμένα, απ' τη φωνή του Μελιγκόνη. Στάθηκαν όλοι και κύτταζαν. Δεξιά στη σκάλα του μπρικιού ήλθε η σκαμπαβία με δυο παιδιά.

Πάει πρώτος ο Λαζαράκης, πάει κι' όλο το νησί του καιρού του, ο ένας πίσω από τον άλλο· τους δέχθηκε όλους η ΑγιάΜαρίνα. Δύο τρία γεροντάκια απομείνανε από την παλιά τη γενεά. Ένα γεροντάκι απ' αυτά ήταν και ο νεκροθάφτης στην ΑγιάΜαρίνα. Έβγαινε το γεροντάκι και περπατούσε ανάμεσα στα μνήματα κ' έκανε χάζι. Θυμότανε τα παλιά του. Κάθε μνήμα ήτανε και μια ιστορία γι' αυτόν.