Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Έμεινε έτσι κάμποση ώρα, αγκαλιάζοντας με το μάτι την «Αθηνά», που σάλευε, γερόντισσα ετοιμοθάνατη, μέσα στη σκιά, σαν να ψυχομαχούσε. — Να πάμε, Μοναχάκη, είπε ο Μελιγκόνης, θα κρυώσης. — Άφησε τους, Μελιγκόνη, να τα πούνε. Άφησε τους να τα πούνε με την «Αθηνά», είπε σιγαλά ο λοστρόμος. Έχουν ανοίξει κουβέντα, μεγάλη κουβέντα. Ποιος ξέρει αν θα ξαναϊδή ο ένας τον άλλον! Μεγάλη κουβέντα!
Πουλούσε περισσότερα μπλάστρια από καφέδες και λουκούμια. Ο Καπετάν-Μοναχάκης, όταν τύχαινε στο λιμάνι, κατέβαινε ταπομεσήμερο στον καφενέ να φουμάρη τον ναργιλέ και ν' ανταμώση τον ξάδερφο του τον Γιαννιό τον Μελιγκόνη. Μελιγκόνης ήταν το παρατσούκλι του, γιατί παραπατούσε πάντα σαν τον μέρμηγκα, παρμένος από το πρωί ως το βράδυ. Ωστόσο τον αγαπούσε ο Καπετάν- Μοναχάκης και τον έκανε χάζι.
Αλήθεια εδώ και λίγα χρόνια ο Μοναχάκης είχε αρχίσει να κάνη πούλησι του Καπετάν-Πεφάνη. — Δίκηο έχεις, Μελιγκόνη, έλεγε ο Μοναχάκης. Τα γεράματα μας πλάκωσαν κ' εμένα και την «Αθηνά». Και οι δυο με τα μπλάστρια βαστιόμαστε. Μα τι το θέλεις; Δε μας σηκώνει η στερηά. Και καθότανε στα καρφιά. Χρόνια τώρα αυτή η δουλειά. Πού τον είδες πού τον έχασες τον Καπετάν-Μοναχάκη!
Ο Μελιγκόνης τράβηξε το ρούμι του, έτριψε τα χέρια του δυνατά και πετάχτηκε να φύγη. — Θα πεταχτώ να ιδώ τι γίνεται. Έκαμε να τραβήξη μπροστά και στάθηκε. — Πεφάνη! Πεφάνη! Και στάθηκε σα χαζός. Ο Πεφάνης πετάχτηκε από το μαγαζί. Τα γεροντάκια τινάχτηκαν απάνω, ξαφνισμένα, απ' τη φωνή του Μελιγκόνη. Στάθηκαν όλοι και κύτταζαν. Δεξιά στη σκάλα του μπρικιού ήλθε η σκαμπαβία με δυο παιδιά.
Τον Μελιγκόνη τον έπιασαν τα κλάματα. Λιγόψυχος πάντα ο Γιαννιός ο Μελιγκόνης, τραβήχτηκε παράμερα και σκούπιζε τα μάτια του. — Σαν παιδί κάνεις, καϋμένε Μελιγκόνη, του είπε ο Πεφάνης. Θέλεις να σε ιδή ο Μοναχάκης, που τόνε κλαις ζωντανό μαθές; — Δεν κλαίω, παιδί μου Πεφάνη. Δεν κλαίω. Έτσι με πήρε το παράπονο. Είδα αντρόγυνα να χωρίζουν, και δεν έκλαψα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν