Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Έπειτα με χοντρά άρχισε ναν του τα ψέλνει λόγια «Βλάκα σκαρτάδο, σούστριψε! Λοιπόν τ' αφτιά του κάκου τάχεις ν' ακούς, γιατί έχασες κάθε ντροπής και γνώση.
— Είνε μαγείρισσα εις την Μασσαλίαν. — Η εύμορφη Εύα τι έγεινεν; — Έγεινε πολύ άσχημη. — Και συ τι κάμνεις; — Εξακολουθώ να κάμνω τον κόσμον να γελά. — Θα έλθω αυτάς τας ημέρας να με κάμης πάλιν να γελάσω. — Πολύ λυπούμαι, αλλά τούτο είνε αδύνατον. — Διατί αδύνατον; Αφού το κατώρθωνες καθ' εσπέραν εις τας Αθήνας και δεν έπαθα έκτοτε υποχονδρίαν; Μήπως έχασες την κωμικήν σου δύναμιν;
Δεν θέλει να καταλάβη πως η κόρη του βρίσκεται στην οδοντοφυία του έρωτα. Είναι η τρίτη οδοντοφυία, να σας χαρώ, που τραβάει ο άνθρωπος. Τα πιο καλά πλάσματα γίνονται γκρινιάρικα. Σας αρέσει η θεωρία μου; Η θεωρία σου είναι καλή. Πρόσεξε μονάχα μην ξαναβγάλης, γιατρέ, τους φρονημίτες, που καθώς φαίνεται τους έχασες. ΒΕΡΑ — Βλέπετε, γιατρέ, πως εξακολουθεί να είναι κακός ο κ. Φλέρης.
— Ταις φωτιαίς, ταις αρμάδαις και τους καβαλλαρέους οπού ήλθαν! — Εγώ; Σοι είπα εγώ να τα διηγηθής αυτά εις τον αφέντη σου; — Αμμή τι; — Έχεις λάθος. — Μη τα έχασες; — Ο ένας από τους δυο. — Τι λες εκεί; — Σου είπα εγώ να διηγηθής εις τον αφέντη σου τέτοια πράγματα; — Τι άλλο; — Εγώ σου είπα μόνον να του πης ότι τον ζητώ. — Έτσι ε; — Τα άλλα αυτά τα είπαμεν μεταξύ μας, είπεν ο Τρέκλας.
Και μετά ολίγην ώραν ενώ εγώ ήμουν εις την οικίαν του, μου λέγει ο ράπτης, ότι έξω ένας γέροντας βαστά το τσεκούρι και τα παπούτσια σου, που έχασες, ως του είπον οι άλλοι ξυλάδες και θέλει να σου τα εγχειρίση ο ίδιος. Εις ταύτα τα λόγια εγώ άρχισα να τρέμω.
ΑΔΜΗΤΟΣ Ω Μοίρα, τέτοια γυναίκα ευρέθηκες να μου στερήσης! ΑΛΚΗΣΤΙΣ Νοιώθω τα μάτια να βαραίνουνε• το βλέμμα μου θολώνει. ΑΔΜΗΤΟΣ Εχάθηκα, αν μου φύγης συ, γυναίκα μου.... ΑΛΚΗΣΤΙΣ Και όμως πάρε το πια απόφασιν πως μ' έχασες.... ΑΔΜΗΤΟΣ Σηκώσου και λάβε θάρρος. Μην αφήνης μόνα τα παιδιά σου. ΑΛΚΗΣΤΙΣ Μήπως κ' εγώ το ήθελα; Χαίρετε τώρα. ΑΔΜΗΤΟΣ Ιδέ τα, κύτταξε πως σε βλέπουνε.
Αλήθεια εδώ και λίγα χρόνια ο Μοναχάκης είχε αρχίσει να κάνη πούλησι του Καπετάν-Πεφάνη. — Δίκηο έχεις, Μελιγκόνη, έλεγε ο Μοναχάκης. Τα γεράματα μας πλάκωσαν κ' εμένα και την «Αθηνά». Και οι δυο με τα μπλάστρια βαστιόμαστε. Μα τι το θέλεις; Δε μας σηκώνει η στερηά. Και καθότανε στα καρφιά. Χρόνια τώρα αυτή η δουλειά. Πού τον είδες πού τον έχασες τον Καπετάν-Μοναχάκη!
Τότε ύψωσε την κεφαλή, στο γέρικο του αγκώνα 80 ακουμπιστός, και ρώτησε το γιο τ' Ατρέα κι' είπε «Πιος είσαι εσύ που περπατάς στα πλοία ομπρός μονάχος μέσα στης νύχτας την καρδιά, π' όλοι οι θνητοί κοιμούνται; Μην κάνα σύντροφο ζητάς; μην έχασες μουλάρι; Μίλα — άφωνος μην προχωράς — και πες μου, τι γυρέβεις;» 85
ΛΗΡ Ποτέ μην είχες γεννηθή παρά να με πικράνης! Ειπέ, τι έχεις να ειπής, αυθέντα μου, 'ς την νέαν; Αγάπη δεν λογίζεται αγάπη ενωμένη μ' άλλης λογής λογαριασμούς, εις την αγάπην ξένους. Την θέλεις; Προίκα είν' αυτή και μόνη! ΛΗΡ Το είπα· δεν αλλάζω! ΒΟΥΡΓ. Λυπούμαι· αφού έχασες πατέρα, εξ ανάγκης χάνεις και άνδρα. ΚΟΡΔ. Ο Θεός, ω Βουργουνδέ, μαζί σου.
Εσύ, νέε, μου λέγει ο Σουλτάνος, από ποίον τόπον είσαι και ποία υπόθεσις σε έφερεν εδώ; Βασιλέα μου, του απεκρίθηκα, η Αίγυπτος με είδε να γεννηθώ· είναι τρεις χρόνοι, που ευρίσκομαι μακράν από τον πατέρα μου, και έπεσα εις διαφόρων λογιών δυστυχίες, και η τύχη μου με έφερεν εδώ διά να σου δώσω μίαν είδησιν διά την θυγατέρα σου, που την έχασες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν