Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Ο Σβεν νόμισε πως ο κύριος δεν άκουσε και ξαναείπε για να του εξηγήση: — Θα κόψω τα μαλλιά μου για να μη φαίνουμαι σαν κορίτσι. Μα ο ξένος κύριος κρύφτηκε πίσω από την εφημερίδα του και ψιθύρισε κάτι, που έκανε τη μαμά να πη του αγαπημένου της να σωπάση. Έπειτα έμεινε άφωνος ο Σβεν σ' όλον το δρόμο και καθότανε όλως διόλου ακίνητος, σα να στοχαζότανε κάτι.
Ο καπνός για να μη ξαναγυρίσω 'ς την πατρίδα. — Κύριε ελέησον! Επανέλαβεν ο φίλος μου. » — Παναγία μου Πορταΐτισσα! είπε και ο καπετάν-Μαμμής. Και ανέγνωσε πάλιν. «Ο παπά-Σεραφάκος εξηκολούθει ψάλλων τώρα τα μεγαλυνάρια: Την υψηλοτέραν των Ουρανών . . . Από των πολλών μου αμαρτιών . . . Δέσποινα και μήτερ του λυτρωτού . . . Άλαλα τα χείλη των ασεβών . . . Τότε έβαλον κραυγήν και έμεινα άφωνος.
Η Μάρω, μετά κοπιώδη και αδιάκοπον πορείαν, διά στενών και ανηλίων δρομίσκων, εν μέσω βάτων και αγριακανθών, έφθασε τέλος και εις την θείαν της. — Πώς ήρθες, Μάρω μου; την ηρώτησεν αύτη έκπληκτος· πώς ήρθες, πεδώ κόκορας δε λαλεί, κόττα δεν καρκαριέται; — Ήρθα να ιδώ το Γιάννο. — Το Γιάννο! ο Γιάννος δεν εφάνηκ' εδώ. Η Μάρω έμεινεν άφωνος, ακίνητος εις την θέσιν της ως απολιθωθείσα.
Και ως μ' είδεν ότι εκάθομουν η Κίρκη, και τα χέρια 375 εις το φαγί δεν άπλονα, και μαύρην λύπην είχα, μ' εσίμωσε και ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «πώς κάθεσαι ωσάν άφωνος και τρώγεις την καρδιά σου, και ουδέ φαγί, και ουδέ πιοτόν, εγγίζεις, Οδυσσέα; δόλους πάλ' υποπτεύεσαι, και όμως, αφού τον όρκο 380 τον τρομερόν σού επρόφερα, δεν έχεις να φοβήσαι». Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα• «ω Κίρκη, και ποιος είν' αυτός, 'π' ανθρωπινά 'χει σπλάχνα, και θα τον άφινε η καρδιά φαγί να δοκιμάση, πριν λύση τους συντρόφους του και τους θωρήση εμπρός του; 385 αλλ' αν ολόψυχα ποθείς να φάγω και να πίω, λύσε, να ιδούν τα μάτια μου τους ποθητούς συντρόφους».
Ο γιατρός υποσχέθηκε πως θα έρθη και γω ανέβηκα πάλι τη σκάλα, όπου άκουσα από την ανοιχτή πόρτα της κάμαρας την αναπνοή της γυναίκας μου, που φαινότανε πως αυτή μόνη κυριαρχούσε στο σιωπηλό σπίτι. Εκεί είδα τον Ούλοφ, που έστεκε άφωνος στη σκάλα και φαινότανε πως ακροαζόταν. Άγγιξα με το χέρι τον ώμο του και συλλογίστηκα να περάσω χωρίς να σταματήσω.
Τότε ύψωσε την κεφαλή, στο γέρικο του αγκώνα 80 ακουμπιστός, και ρώτησε το γιο τ' Ατρέα κι' είπε «Πιος είσαι εσύ που περπατάς στα πλοία ομπρός μονάχος μέσα στης νύχτας την καρδιά, π' όλοι οι θνητοί κοιμούνται; Μην κάνα σύντροφο ζητάς; μην έχασες μουλάρι; Μίλα — άφωνος μην προχωράς — και πες μου, τι γυρέβεις;» 85
Ο Ζούμπουρας, εννοήσας τον πλοίαρχον, ίστατο άφωνος, πέραν ολίγον, αναμένων τας διαταγάς του· κ' εξαγαγών την κεφαλήν του είπε μονολογών προς την τρικυμίαν πάλιν: — Ούτε πανί 'ς το πέλαγος, ούτε γάιδαρος 'ς τα Ψαρά.
Ο λαός, ο οποίος ήκουεν άφωνος, εξερράγη αίφνης εις ατελεύτητον λαίλαπα επευφημιών: Και ο Απόστολος Πέτρος έψαυσε με τας δύο χείρας την κεφαλήν του την πολιάν και τρέμουσαν και έκραξεν εν τη ψυχή του: — Κύριε! Κύριε! Εις ποίον άνθρωπον παρέδωκες την αυτοκρατορίαν του κόσμου! . . . Και ανάγκη να νικήσωμεν εν τω ονόματί Σου, ημείς, οι άοπλοι!
Άμα πίη ο γέρων και κυριευθή υπό του Σειληνού μένει επί πολύ άφωνος και όμοιος με άνθρωπον τον οποίον έχει ζαλίσει και βαρύνει ο οίνος• έπειτα αίφνης ανακτά φωνήν λαμπράν, εύστροφον και μελωδικήν και εξ αφώνου γίνεται λαλίστατος, τόσον ώστε είνε αδύνατον ν' αποστομωθή και να παύση να ρητορεύη.
Φορών βαρέα ρωσικά υποδήματα ο δεκατιστής, με το προβάτινον πάντοτε πρόσωπον και τους αποκρύφους του οφθαλμούς, με τον καστανόχρουν γιωργούλην του, και την θεσσαλικήν χλαίναν, έχων ανασηκωμένην οπίσω και δεδεμένην περί την οσφύν την σέλλαν του βρακιού του, επεθεώρει τα ελαιοτριβεία, ενώ ηκολούθει κατόπιν του άφωνος ο Γιάννης, βαστάζων μέγαν ασκόν επ' ώμων, ίνα συλλέγη το δέκατον, και το εκ λευκοσιδήρου μέτρον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν