United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πρόστεσε: — Ίσως το μικρό, που περιμένουμε, να μπορέση να κάμη εκείνο που δεν το μπόρεσε άλλο τίποτες. Τη σύντομη αυτή ομιλία τη συλλογίστηκα συχνά και του κάκου ζητούσα να τη συναρμώσω με την αθόλωτη ευτυχία, που απολάψαμε το περασμένο καλοκαίρι.

Και σα να μας είταν αυτό το περιστατικό παρηγορητικός χαιρετισμός μιας αγαθής μοίρας, περάσαμε ευτυχισμένοι τώρα απάνω από τα ερείπια της πυρκαϊάς, που δε μας άφησε άλλο τίποτε παρά μια παλιά, σκουριασμένη καρφίτσα, που είτανε τόσο καλά κρυμένη, ώστε δεν μπόρεσε να την πάρη κανείς. Πόσες φορές συλλογίστηκα την εκδρομή αυτή, πόσες φορές από τότε μου παρουσιάστηκε σα σύμβολο όλης της ζωής μας!

Μα το παιδί με κράτησε: — Γιατί ρουχαλίζει έτσι η μαμά; είπε. Κοκκίνησε, σα να είπε κάτι που δεν έπρεπε, και δοκίμασε να γελάση χωρίς να το κατωρθώση. — Έτσι ακούγεται η πνοή του ανθρώπου όταν πεθαίνη, είπα. Το παιδί δεν έβαλε τα κλάματα. Κούνησε μόνο το κεφάλι και κοίταξε αλλού. — Το περίμενε όπως και γω, συλλογίστηκα. Και την ίδια στιγμή είδα πόσο μικρός και πόσο μεγάλος είταν ο Ούλοφ.

Άγιος είνε, καημένη, και κολαζόμαστε τη βραδινή που μιλούσε της Αρετούλας. Θυμάσαι; Περμ. Και δε θυμάμαι; Και δεν το συλλογίστηκα χίλιες φορές, να μην τους καταράστηκε τότες, σαν άγιος που είνε; Πιπ. Από πού κι ως πού να καταραστή, αθεόφοβη, που είταν ο πρώτος να πάη στης κερά Δέσπως σα συχωρέθηκε ο Σαράντης!

Μου ήρθε να ορκιστώ τότε στο όνομά της, πως θα κάνω κάτι για το γένος μου· και μόνον αργότερα συλλογίστηκα πως δεν μπορώ να κάμω, παρά μόνον ό,τι μ π ο ρ ώ, και τότε χάθηκα στην απελπισία της αδυναμίας μου και ήμουν κατάκαρδα κουρασμένος. Γεμάτο πίκρα είναι το πρώτο αντίκρυσμα της Πόλης. Μα ο πλούτος της βράζει μέσα μου. Πού είναι η φτώχεια και ξεραΐλα που μ' έδερναν τις περασμένες, όταν ταξίδευα!

Ίσως να είταν αφορμή πως τώρα είχα τη βεβαιότητα πως ο αγώνας είτανε στο τέλος του. «Θε μου, να πεθάνημουρμούρισα· «να πέθαινε χωρίς πόνους τουλάχιστοΚι απορούσα πάντα πως μπορούσα να είμαι τόσο ήσυχος. Κοίταξα γύρω μου, άμα σταμάτησε τα τραίνο. Νόμισα πως θαρχότανε κάποιος να με περιμένη, μα δεν είτανε κανείς εκεί. «Τότε θα ζη ακόμα», συλλογίστηκα με την ίδια παράξενη ησυχία.

Παράγγειλα να μου φέρουν ένα αμάξι και την ίδια στιγμή που έκανα αυτό σκέφτηκα πως έπρεπε να φάω. «Ο Σβεν πέθανε», συλλογίστηκα. «Δε θα τονέ βρω ζωντανό, άμα φτάσω σπίτι. Άμα όμως φτάσω δεν πρέπει να είμαι νηστικός και κουρασμένος. Πρέπει να είμαι σε θέση ναγρυπνήσω και να παρηγορήσω τη γυναίκα μουΌλα αυτά περάσανε στο νου μου εκεί που καθόμουνα και περίμενα το αμάξι.

Συλλογίστηκα να πατήσω τις φωνές, ίσως έρθη κανένας και με γλυτώση, μα φοβήθηκα μην τύχη κ' είταν κοντά και τρέξη ο γέρος και τον σκοτώσουν και κείνον. Άλλος κανένας στη γειτονιά δεν κατοικούσε τέτοια 'ποχή. Ύστερα φοβήθηκα να μη δέσουν και το στόμα μου. Είδα λοιπόν πως εδώ χρειάζεται πονηριά.

Όσα όμως λέει κανείς ενός φίλου του, δεν τα καταστρώννει και στο χαρτί. Εγώ στο γράμμα μου εκείνο που μπήκε στο Άστυ, είπα κάτι και για σας, δηλαδή για το Χατζόπουλο· σαν έμαθα πως ο Χατζόπουλος κι ο Μποέμ, είναι το ίδιο, θύμωσα κ' είπα να σβήσω το μέρος που μιλούσα για τα δηγήματά σας. Μα θα πούνε, συλλογίστηκα, πως τόσβησα ίσως από πάθος, κ' έτσι τάφησα.

Συλλογίστηκα συχνά, έλεγε, πως υπάρχουν άνθρωποι, που τους χρειάζεται να πιστεύουνε σε κάτι, και πως τους αδικεί κανείς όταν τους παίρνει την πίστη τους. Είμαι ευτυχισμένη και πιστεύω ό,τι πιστεύεις και συ. Δε θέλω να κάνω τίποτε που δε σου αρέσει, ούτε να πιστεύω κάτι που δεν το ξέρεις. Μα δεν μπορώ να μην πιστεύω στο θεό. Σου κακοφαίνεται πολύ γι' αυτό;