United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος πάντων αυτός έκαμε να με δέσουν, και με έφεραν εις την ρίζαν ενός βουνού, ανάμεσα εις δυο λαγκάδια, και εκεί ήταν διάφορες καλύβες που εχρησίμευαν διά κατοικίες τους. Εγώ εβάλθηκα υποκάτω εις την καλύβα, του αρχηγού τους, η οποία ευρίσκονταν εις την μέσην από τες άλλες, και εφαίνονταν η μεγαλύτερη.

Και τούτους μεν οι Αθηναίοι απεφάσισαν να καταθέσουν εις τας νήσους και να κατοικούν οι άλλοι Κυθήριοι την πατρίδα των πληρώνοντες φόρον τεσσάρων ταλάντων, όλους δε τους Αιγινήτας όσους συνέλαβαν να τους φονεύσουν, ένεκα της αιωνίας αυτών έχθρας κατά των Αθηναίων· τον δε Τάνταλον να δέσουν πλησίον των άλλων Λακεδαιμονίων, τους οποίους συνέλαβαν εις την Σφακτηρίαν.

Ευθύς καθώς έφθασεν εις το παλάτι του, επρόσταξε να δέσουν την βασίλισσαν και να την πνίξουν έμπροσθέν του, και τις άλλες γυναίκες του παλατίου ο ίδιος με το σπαθί του τις απεκεφάλισε, και έθεσεν έναν νόμον μεθ' όρκου, ότι από τότε και εις το εξής κάθε βράδυ να στεφανώνεται με μίαν και την αυγήν να την θανατώνη.

Ειπέ μου συ, ποία δίκη απεφάσισε να σου δέσουν τα χέρια και να σε οδηγήσουν εδώ με το παιδί σου; Φέρεσαι προς το θάνατον ως προβατίνα με το αρνί της, ενώ εγώ δεν είμαι παρών ούτε ο σύζυγος σου. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Καθώς βλέπεις, ω γέρον, αυτοί με οδηγούν να αποθάνω μαζί με το παιδί μου.

Πρόσταξε τότε να δέσουν τον ξένο, που αποκότησε να πατήση το περιβόλι του βασιλιά, και να τον πάρουνε μακρυά από τη χώρα του να τον ρίξουν στάγρια θηοία. Κι' από το κακό του πρόσταξε να κτίσουν ένα σιδερένιο πύργο και να κλείσουν μέσα τη βασιλοπούλα. Η βασιλοπούλα άρχισε τα κλάματα και τα παρακάλια, μα ο βασιλιάς δεν άλλαζε γνώμη.

Μετά τινας διασκέψεις συνεφώνησαν να δέσουν μαζί δύο άλλας κλίμακας, και να τας αφήσουν κρεμασμένας από το επάνω μέρος της χαράδρας· και αυτάς πάλιν να της δέσουν με τας τρεις τοποθετημένας κάτω.

Συλλογίστηκα να πατήσω τις φωνές, ίσως έρθη κανένας και με γλυτώση, μα φοβήθηκα μην τύχη κ' είταν κοντά και τρέξη ο γέρος και τον σκοτώσουν και κείνον. Άλλος κανένας στη γειτονιά δεν κατοικούσε τέτοια 'ποχή. Ύστερα φοβήθηκα να μη δέσουν και το στόμα μου. Είδα λοιπόν πως εδώ χρειάζεται πονηριά.

Τώρα ας με δέσουν ας με κάνουν ό,τι θέλουν, ας με σκοτώσουν, δε με μέλει πεια». Οι άπιστοι προδότες τόσο σφιχτά της είχαν δέσει τα σκοινιά που το αίμα έτρεχε από τα χέρια της αυλάκι. Αλλά εκείνη είπε γελαστή: «Αν έκλαιγα γι' αυτόν τον πόνο, την ώρα που ο καλός Θεός πήρε το φίλο μου από τα νύχια των απίστων, βέβαια, δε θάξιζα τίποτα

Η κατοικία δε την οποίαν εύρισκον εκεί οι παράφρονες τους έκαμνε να χειροτερεύσουν, και ο περί ου ο λόγος είχε καταντήσει εις το μη περαιτέρω της μανίας. Πολλάκις είχον αποπειραθή να τον δέσουν, αλλ' ούτος εν τω παροξυσμώ της μανίας του είχεν εξασκήσει την υπεράνθρωπον εκείνην δύναμιν, την οποίαν μετέδιδαν αυτώ τα πονηρά πνεύματα, και είχε κόψει τας αλύσεις και τα δεσμά.

Κι' αφτός τους γιους του πρόσταξε να βγάλουν τα μουλάρια με στέριο κάρο, και κουτί απάνου ναν του δέσουν. 190 Απέ στη μοσκομύριστη κατέβηκε αποθήκη, πλατιά κεδρένια, που σωρούς πολύτιμα χωρούσε.