United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά πώς; Άραγε η σκέψις και η κρίσις και η φαντασία και όλα αυτά τα γένη δεν παρουσιάζονται εις την ψυχήν μας ως ψευδή και ως αληθινά; Θεαίτητος. Πώς; Ξένος. Θα το εννοήσης ευκολώτερον, αν σου ειπώ πρώτον τι είναι το καθέν, και τι διαφέρουν μεταξύ των. Θεαίτητος. Λέγε και μη σε μέλει. Ξένος. Λοιπόν η σκέψις και ο λόγος είναι το ίδιον.

Και τι ακούς; — Κάτι τρέχει. — Τι είνε; — Ο αφέντης εσηκώθη. — Και τι κάνει; — Δεν ξέρω. — Σηκώσου να ιδής. — Νυστάζω, μάννα. — Α, τεμπέλη. — Όλη μέρα δούλευα. — Δεν λαγκεύει η καρδιά σου; — Διά τι πράγμα; — Δι' αυτό που γίνεται. — Τι με μέλει; — Σηκώσου ν' ανάψης τον λύχνο. — Τι να τον κάμης τον λύχνο; — Διά να ιδούμε τι είνε. — Δεν 'μπορούμε να ιδούμε και δίχως λύχνο;

Σου έφερα φαγί, είπεν η Σιξτίνα, αποθέτουσα επί της τραπέζης πινάκιον. — Ευχαριστώ, είπεν η Αϊμά. — Η ηγουμένη επιτρέπει να τρώγης λάδι, είπεν η Σιξτίνα. — Δεν με μέλει δι' αυτό, απήντησεν η Αϊμά. — Τούτο το εκάμεν επειδή ήσουν αδύνατη. Άλλως πως οι κανόνες του μοναστηρίου δεν το επιτρέπουν, επειδή είνε σαρακοστή. Η Αϊμά εσίγα. — Φάγε, κόρη μου, είπεν η Σιξτίνα. — Δεν πεινώ.

Και εάν το εύρωμεν τόρα, μη σε μέλει, δεν θα σου φανώ οχληρός να σε ερωτώ, τι ήτο εκείνο, το οποίον ευρήκες μόνος σου. Τόρα όμως πάλιν κύτταξε αν σου φαίνεται ότι το εξής πράγμα είναι το ωραίον. Ορίζω λοιπόν ότι αυτό είναικύτταξε όμως ολόγυρά μου προσεκτικά, μήπως παραληρήσωλοιπόν ας ειπούμεν ότι ωραίον είναι εκείνο που είναι χρήσιμον. Το είπα δε αυτό συμπεραίνων από τα εξής.

Αυτά τα σπαρταρίσματα και τα ξιππάσματά σου, αυτά τ' αναγελάσματα του φόβου, άφησέ τα κι όταν, χειμωνιάτικα κοντά εις την φωτιά της, ακούεις μια γερόντισσα να λέγη παραμύθια που τάμαθ' απ' την νόννα της! Αλήθεια εντροπή σου! — Τι χάσκεις; Τι; Είναι σκαμνί αυτό εκεί που βλέπεις! ΜΑΚΒΕΘ Δεν βλέπεις; Να! Κύτταξ' εκεί! Ιδέ τον! — Τι μου λέγεις; Α! Δεν με μέλει! Λάλησε, αφού 'μπορείς και νεύεις.

Αντίθετά της τρέχει 20 κι' ο γιος του Δία, ο σκοπεφτής Απόλλος αφρισμένος ψηλά απ' το κάστρο, κι' ήθελε τους Τρώες να νικήσουν. Κι' έσμιξαν στην οξά σιμά, και πρώτος είπε ο Φοίβος «Τι ήρθες ξανά οχ τον Έλυμπο με τόση φρένια πάλι, του Δία κόρη, κι' η τρανή σε φτέρωσε καρδιά σου; 25 Ξέρω, ζητάς των Αχαιών μονοδοξάστρα νίκη να δώκεις· τι δα αν χάνουνται και Τρώες, δε σε μέλει.

Έτσι είπε η Ήρα κι' έκατσεκαι στου Διός τον πύργο 100 όλοι οι θεοί βαριόμησαν — -και γέλασε, μα γέλιο στα χείλια μόνο κι' έμεινε ανταριασμένη η όψη, κι' έπειτα πήρε με πικρά ναν τους μιλήσει λόγια «Αλί μας που έτσι αλόγιαστα θυμώνουμε του Δία κι' ακόμα ναν του βάλουμε περιορισμό ζητούμε 105 μ' αντριές μας και φοβέρες μας! Μα εκείνος τι τον μέλει που κάθεται κι' αδιαφορεί.

Λοιπόν δεν μας έχεις μηδαμινούς ακροατάς εις αυτόν τον λόγον, αλλά όσον είναι δυνατόν ευνοϊκωτάτους. Αυτό είναι επόμενον τουλάχιστον. Λέγε και μη σε μέλει.

Κάτι πολλά ρωτάς, κυρά, μας σκότισες· είπε λαβούσα τον λόγον η Δημητρούλα, η κόρη της Γιάνναινας. — Σώπα συ, την επέπληξεν η μάνα της. — Θέλω να τον περιμένω εδώ, ως που νάρθη, είπεν η ξένη. Αι γυναίκες δεν απήντησαν. — Εγώ είμ' εξαδέλφη του, προσέθηκεν η νεωστί ελθούσα. — Δεν μας μέλει πως είσαι ξαδέρφη του, εμορμύρισεν η Δημητρούλα. — Τι είπες, κυρά; — Τίποτε.

Αλλά συνηθίζω πάντοτε να προσέχω καλά, όταν λέγη κανείς κάτι τι, και μάλιστα όταν φαίνεται ότι είναι σοφός αυτός που ομιλεί, και επειδή επιθυμώ να μάθω τι εννοεί συχνοερωτώ και αναθεωρώ και συμβιβάζω τα λεγόμενα, διά να εννοήσω. Εάν όμως αυτός που ομιλεί μου φανή ότι είναι μηδαμινός, ούτε εξαναρωτώ ούτε με μέλει δι' αυτά που λέγει. Και από αυτό θα εννοήσης ποίους θεωρώ εγώ σοφούς.