United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μπρε το ζηλιαρόκατο! είπεν η μάνα μου, πούτον με τις άλλες γυναίκες. — Όι, τη μούρη σ' αγαπά! είπε μια ξαδέρφη μου. Μωρέ νιός και θέλγει κιαγαπητική! Εγώ πλησίασα πεισμωμένος και κτυπώντας τους γρόθους μου τον ένα στον άλλο, είπα στη ξαδέρφη μου: — Ναι, ναι, εμέν' αγαπά. Α δε σ' αρέσω σένα, του Βαγγελιού ταρέσω. Μου το λέει αυτή κείντα λες εσύ δεν τακούω.

Κ' η μεγαλείτερή μου ξαδέρφη έλεγε: — Κρίμα που το Γιωργιό 'νε πρώτος ξάδερφός μου. Ποιόν άλλο θάπαιρνα καλλίτερο; Αμφιβάλλω όμως πως, κιαν δεν είχαμε τόση στενή συγγένεια, θα συμφωνούσα κεγώ στην προτίμησή της, γιατ' η ξαδέρφη δεν ήτον ώμορφη. Αλλά κη μητέρα της έκαμε μιαν άλλην επιφύλαξη. — Έπρεπε νάνε και μεγαλείτερος στσοι χρόνους γη σκιάς σόγκαιρος .

Μωρέ μούτρα! είπε πάλιν η ξαδέρφη μου. — Καλλίτερα 'νε τα δικά σου; — Μωρέ, ό,τι κια λες δε σ' αγαπά. — Όι, εσέν' αγαπά! Η ξαδέρφη γέλασε: — Εμένα; Δε μου χρειάζεται η γιαγάπη τση. Από κείνη τη μέρα, για να ερεθίζουν τη ζήλια μου, μούλεγαν κάθε λίγο πως το Βαγγελιό δε με ήθελε, γιατ' ήμουν μικρός, κιότι γλίγωρα θάτρωγα τη χυλόπητα από το Γιάννη.

Κάτι πολλά ρωτάς, κυρά, μας σκότισες· είπε λαβούσα τον λόγον η Δημητρούλα, η κόρη της Γιάνναινας. — Σώπα συ, την επέπληξεν η μάνα της. — Θέλω να τον περιμένω εδώ, ως που νάρθη, είπεν η ξένη. Αι γυναίκες δεν απήντησαν. — Εγώ είμ' εξαδέλφη του, προσέθηκεν η νεωστί ελθούσα. — Δεν μας μέλει πως είσαι ξαδέρφη του, εμορμύρισεν η Δημητρούλα. — Τι είπες, κυρά; — Τίποτε.

Πάλι γυρίζει και της λέει της Μάγισσας ο Γιάννος: — Πες μου, να ζήσης, Μάγισσα, ξαδέρφη των δαιμόνων, Που βρίσκεται τ’ αλάθευτο Βοτάνι της Αγάπης, Που την καρδιά της άσπλαγχνης μπορεί να μεταπείση; Σε τι λιθάρι βρίσκεται; Σε τι γκρεμό φυτρόνει; Όπου κι’ αν είναι το, μπορώ να πάγω και να τώβρω... Δε με φοβίζει τίποτε: γκρεμοί, ποτάμια, λόγγοι... Μονάχα πε μου, που είναι το, και πώς μπορώ να τώβρω, Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ικανός, γερός και παλληκάρι.