United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συφορά, συφορά θα μας έρθη. . . Ίσια στη χώρα, στη Μητρόπολη ίσια κ' ίσια. Εκεί θα γίνη εμένα ο γάμος μου. Έχε γεια, Κόσμε, με τα καλά σου, ζήτησα να τα κάμω δικά μου και σαν άμμος γλίστρησαν από τα δάχτυλά μου ανάμεσα. Πηγαίνω σε κόσμο, που αν δεν έχη τις χάρες σου, έχει όμως αλάθευτο γιατρικό για τα βάσανά σου. Κερ. Τρέχα, έρμο, που ακόμα δεν άρχισες και μου κάνεις και νάζια.

Άκουσε ξαφνικά στα κλαδιά και στα ξερά φύλλα να πλησιάζουν τα βήματα του Τριστάνου. Ήρθε να τον απαντήση, όπως πάντα, και να τον αλαφρώση από τάρματα. Του πήρε από τα χέρια το τόξο το «αλάθευτο» και τα βέλη, και του ξέζωσε το σπαθί. «Φίλη, είπεν ο Τριστάνος, είναι το ξίφος του Βασιληά Μάρκου. Ήρθε να μας σφάξη. Κι' όμως δεν τώκαμε». Η Ιζόλδη πήρε το σπαθί, και φίλησε τη χρυσή λαβή του.

«Οι Μοίρες οι σκληρόκαρδες την είχανε μοιράνει...» Οι μάννες, γνωρίζοντας τον αλάθευτο ερχομό των Μοιρών, προσπαθούν να κοιμούνται για να μην ακούσουν, από φόβο μην ακούσουν κακά προφητέματα. Καμμιά φορά οι Μοίρες, αλλά πολύ σπάνια, αφίνουν και δώρα, προ πάντων δαχτυλίδι, γι’ αυτό κι’ οι μάννες το πρωί ψάχνουν στο στρώμα του παιδιού μην εύρουν τίποτε.

Είπε και την ετάραξετα βάθη της καρδίας. 150 τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενοςεκείνους• «Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, δεν ξεύρει εκείνος καθαρά• τον λόγο μου ν' ακούσης• αλάθευτο προμάντευμα θα ειπώ, δεν θα το κρύψω. μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι, 155 και η γωνία, 'πώφθασα του άπταιστου Οδυσσέα, ο Οδυσσέας είν' εδώτην γη την πατρική του, είτε γυρίζ' ή κάθεται, και τα παράνομ' έργα τούτα ερευνά και όλων κακό φυτεύει των μνηστήρων. μαντικό γνώρισα πουλί, μέσ' από το καράβι, 160 κ' ευθύς προς τον Τηλέμαχο το εξήγησε η φωνή μου».

Σαν πεταλούδα στη φωτιά, σ' εσένα γύραις φέρω· Και οχ τη φωτιά, που καίγομαι να φύγω δεν ηξέρω. Και μολοπού φλογίζομαι, πετώ ολόγυρά σου, Να ξεμακρύνω δεν μπορώ στιμήν από σιμά σου. Τα μάγια δεν τα πίστευα, και μάγια είσαι ατή σου· Τα μάγια είν' τα θέλγητρα, οπόχει το κορμί σου, Γιατί με χέρι αλάθευτο ηθέλησεν η φύση Της νιότης τ' άνθια ολόβολα προικιό να σου χαρίση.

Πάλι γυρίζει και της λέει της Μάγισσας ο Γιάννος: — Πες μου, να ζήσης, Μάγισσα, ξαδέρφη των δαιμόνων, Που βρίσκεται τ’ αλάθευτο Βοτάνι της Αγάπης, Που την καρδιά της άσπλαγχνης μπορεί να μεταπείση; Σε τι λιθάρι βρίσκεται; Σε τι γκρεμό φυτρόνει; Όπου κι’ αν είναι το, μπορώ να πάγω και να τώβρω... Δε με φοβίζει τίποτε: γκρεμοί, ποτάμια, λόγγοι... Μονάχα πε μου, που είναι το, και πώς μπορώ να τώβρω, Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ικανός, γερός και παλληκάρι.

Και φωνάζοντας λοιπόν και συζητώντας και λογομαχώντας ο Ρωμιός άλλο δεν έχει στο νου του παρά το δικό του, εκείνο δηλαδή που θαρρεί πως είνε δικό του συφέρο. Κ' έτσι καταντούμε πάλι στην ίδια πηγή του Εγωισμού. Τέταρτο ψεγάδι, που αγαπάει, σέβεται, φοβάται, τρέμει, προσκυνάει, λατρεύει, και τέλος μιμάται τα ξένα. Σημάδι αλάθευτο μισοβαρβαρισμού.

Άρχοντες, ήτανε μια καλοκαιρινή ημέρα, στην εποχή του θερισμού, λίγο μετά την Πεντηκοστή· και τα πουλιά στη δροσιά, χαιρέτιζαν κελαδώντας την αυγή που άρχιζε να χαράζη. Ο Τριστάνος βγήκε από την καλύβα, έζωσε το σπαθί του, ετοίμασε το «Αλάθευτο», και έφυγε να κυνηγήση στο δάσος. Μέχρι το βράδυ κατακόπηκε από την κούρασι.