Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Και απ' το καράβι ανέβηκα κ' από το περιγιάλι. και ότ' έφθασα διαβαίνοντας την ιερή λαγκάδα, 275 σιμάτης πολυβότανης Κίρκης το μέγα δώμα, τότε ο χρυσόρραβδος Ερμής, 'ς το δώμα ενώ κινούσα, εμπρός μου εφάνη ως άγουρος 'π' σκροφυτρόνει τρίχαις, κ' είναι ο καιρός 'που' φαίνεται της νειότης όλ' η χάρι• ήλθε, το χέρι μώσφιξεν, ωνόμασέ με κ' είπε• 280 «πάλιν, ω δύστυχε, πού παςτα όρη μέσα μόνος, του τόπου ανήξερος; κ' εδώτης Κίρκης τους κρυψιώναις τους στερεούς οι φίλοι σου 'σαν χοίρ' είναι κλεισμένοι• και αυτούς να λύσης συ θα πας κει μέσα• αλλά πιστεύω δεν θα γυρίσης, αλλ' αυτού θα μείνης 'που 'ναι οι άλλοι. 285 αλλ' από τέτοιον όλεθρον εγώ θα σε λυτρώσω• έμπα με τούτο το καλό βοτάνι, οπού σου δίδω, της Κίρκης μες τα δώματα, και αυτό θα σε φυλάξη. και όλα τα ολέθρια θα σου ειπώ σοφίσματα της Κίρκης• μίγμα θα φθειάση και εις αυτό βοτάνια θα σου ρίξη• 290 αλλά τα μάγια της εσέ να πιάσουν δεν θ' αφήση το βότανό μου το καλό• και μάθε τ' άλλ' ακόμη• άμ' έλθ' η Κίρκη με μακρύ ραβδί να σε κτυπήση, απ' το πλευρό σου σύρ' ευθύς τ' ακονητό σπαθί σου, 'ς την Κίρκη ρίξου ως άνθρωπος, 'που αίμα ορμά να χύση• 295 θα φοβηθή, και θα σου ειπή να κοιμηθής μαζή της• πρόσεχε τότε, της θεάς μην αρνηθής την κλίνη, τους φίλους σου όπως λύση αυτή και σε καλοξενίση• αλλά να ομόση ζήτησε θεών των μέγαν όρκο, ότι άλλο ενάντια σου κακό δεν θα σκεφθή κανένα, 300 μήπως ανδρειά και δύναμιν, ως γυμνωθής, σου πάρη».

Αύριο σαν τη μουσική, που μας αναφέρουν ο Αριστοτέλης και ο Πλάτων, σαν την ευγενικιά Δωρική μουσική των Ελλήνων, μπορεί να κάνη χρέος γιατρού και να μας δώση το βοτάνι του πόνου και να γιατρέψη την πληγωμένη καρδιά και «να βάνη την ψυχή σε αρμονία μ' όλα τα σωστά πράγματα». Κι ό,τι είναι αληθινό για τη μουσική είν' αληθινό και για όλες τις τέχνες.

Πάλι γυρίζει και της λέει της Μάγισσας ο Γιάννος: — Πες μου, να ζήσης, Μάγισσα, ξαδέρφη των δαιμόνων, Που βρίσκεται τ’ αλάθευτο Βοτάνι της Αγάπης, Που την καρδιά της άσπλαγχνης μπορεί να μεταπείση; Σε τι λιθάρι βρίσκεται; Σε τι γκρεμό φυτρόνει; Όπου κι’ αν είναι το, μπορώ να πάγω και να τώβρω... Δε με φοβίζει τίποτε: γκρεμοί, ποτάμια, λόγγοι... Μονάχα πε μου, που είναι το, και πώς μπορώ να τώβρω, Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ικανός, γερός και παλληκάρι.

Τι παρακάλια στους ζωντανούς εδώ κάτω, να τον γκρεμίσουνε, να μην τ' αφήσουν ανωφέλητο το μολύβι του, ίσως κ' έτσι συχωρεθούν τα μεγάλα τα κρίματα που τις έφεραν τις μεγάλες τις συφορές. — Μολύβι! τι λόγο ξεστόμισες, θα μου πης. ... Όχι, δε θα μου το πης εσύ αυτό! Το ξέρεις εσύ το κρύφιο το βοτάνι που δυναμώνει νου και καρδιά, και μπόδια μπρος του δε βλέπει.

Και τώρα : Την ερώτησεν ο Γιάννος με λαχτάρα. — Τώρα, του λέγει η Μάγισσα, ν’ αλλάξη την καρδιά της. Τίποτες άλλο δε μπορεί, παρά ο ανθός εκείνος. Που στα τραγούδια λέγεται «Βοτάνι της Αγάπης» .

Και θέλησες να σκοτωθής, στην άβυσσο να πέσης Και τέτοια νειάτα αγγελικά στο Χάρο να προσφέρης; Πε μου τον μαύρον πόνο σου, που τρώει τα σωτικά σου, Για να σου δώσω γιατρικό, βοτάνι να σου δώσω, Να γιατρευτή η καρδούλα σου, να πάψουν οι καημοί σου.

Είδες εσύ, Κωσταντή μου, ποτέ σου τέτοια ομορφιά; Κωστ. Την παραχαδεύεις, σου λέω, μάννα, και θα μας τη χαλάσης. Καμάρωνε την όσο θες απομέσα σου, μα μην της τα λες. Το παιδί είνε βοτάνι, κι όσο το χαδεύεις μαραίνεται κι αποζαρώνει. Πότιζε το στη ρίζα του, δίνε του ήλιο κι αγέρι όσο θες, μα μην το πολυαγγίζης. Δέσπω. Να είσουνα μάννα, θα τόννοιωθες τι θα πη μονάκριβη κόρη.

Ρήνα μου, Κατερίνα, μη φαρμακώνεσαι, σου δίνω το βοτάνι.... Είτα εμονολόγει επί ώραν πολλήν, ολίγας δε απεσπασμένας φράσεις κατώρθουν ν' ακούουν οι γείτονες. — Μωρέ κόσμος, ντουνιάς!... μπεκιάρης, σου λέει ο άλλος...

Απαρατάει στο φάραγγα τη Μάγισσαν ο Γιάννος Και παίρνει όρη και βουνά και τρέχει, σαν αγέρας, Να πάη ναύρη τον γκρεμό, τ’ απάτητο το σπήλιο, Π’ ανθίζει τ’ αξετίμητο Βοτάνι της Αγάπης, Για φύλακά του έχοντας και για περιοχή του Τη δύσκολη κακοτοπιά, του Δράκου την αγρύπνια.

Πατέρα, πώς να μη σουρώ, πώς να μη τραγουδήσω; . . . . — Πες μου τον πόνο σου, Στρατή, κ' εγώ θα σου τον γειάνω. — Αν μου τον γειάνης, θα με ιδής ν' αντρειευθώ και πάλι, Πάλι να πάρω τη χαρά, τα νειάτα, πούχα πρώτα, Και νύχτα δεν θα τραγουδώ παράωρατα πλάια Το θλιβερό τραγούδι μου οπού ξυπνάει τους Δράκους. — Πες μου τον, γυιόκα μ', πες μου τον, κ' εγώ θα βρω βοτάνι.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν