United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΧΟΡΟΣ Εσείς π’ ακούτε, θεοί, από ψηλά τα δίκια μου παρακάλια κάμετ’ η πόλη να νικήση° και στων εχθρών, που πλάκωσαν τη γη μου, τα κεφάλια στρέψατε του πολέμου τα κακά, κι όξω απ’ τους πύργους κεραυνούς ο Δίας να τους κάψη ας ρίξη.

Πρόσταξε τότε να δέσουν τον ξένο, που αποκότησε να πατήση το περιβόλι του βασιλιά, και να τον πάρουνε μακρυά από τη χώρα του να τον ρίξουν στάγρια θηοία. Κι' από το κακό του πρόσταξε να κτίσουν ένα σιδερένιο πύργο και να κλείσουν μέσα τη βασιλοπούλα. Η βασιλοπούλα άρχισε τα κλάματα και τα παρακάλια, μα ο βασιλιάς δεν άλλαζε γνώμη.

Ο Καναβιός λαφιασμένος, επάσκιζε να τον πείση με θερμά παρακάλια, όπως έδειχναν οι ζωηρές του χειρονομίες, πως δεν ήταν βολετό να γίνη κείνο που του ζήταε του άμοιρου. Εκείνος, αγρίμι καθώς ήταν πάντα, δεν έπαιρνε από λόγια. Έτσι εφιλονίκαγαν στην άκρη κάμποσο, για μεγάλη στενοχώρια του Επιστάτη και του Αρχιφύλακα οπακαρτέραγαν ανυπόμονοι.

Β’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Όταν βλέπη ότι ο ένας αρχίζη να πειράζη τον άλλον, φωνάζει «φθάνει, φθάνει πλέον», τους συμφιλιώνει με τα παρακάλια του, και ύστερα συμφιλιώνει και τον εαυτον του με το πιοτό. Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Ναι, αλλά έτσι το λογικό του πρέπει να του φεύγη πολύ εύκολα. Β’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Να τι είναι να ανακατώνεται κανείς με μεγάλους.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Με σκλαβώνετε. ΔΟΡΑΝΤ Αν η κυρία Ζουρνταίν επιθυμή να δη πώς διασκεδάζει ο βασιλεύς, της υπόσχομαι να της προμηθεύσω μια από τις καλύτερες θέσεις της αιθούσης. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Η κυρία Ζουρνταίν σας ευχαριστεί. Εδέχθη επί τέλους με χίλια παρακάλια μου το δώρο σας. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Πάμε πειο πέρα, να μη μας ακούν.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ Αχ! κλαίω ό,τι προσφιλέστερο και ό,τι πολυτιμότερο μπορούσα να χάσω στη ζωή μου, κλαίω το θάνατο του πατέρα μου. ΚΛΕΑΝΘΗΣ Θεέ μου! τι δυστύχημα! τι απροσδόκητη ατυχία! τώρα που είχα κ' εγώ παρακαλέσει το θείο σου να σε ζητήση για μένα κ' ήρθα να παρουσιαστώ στον πατέρα σου και να προσπαθήσω με σεβασμό και με χίλια παρακάλια να τον πείσω να μην αρνηθή.

Τι παρακάλια στους ζωντανούς εδώ κάτω, να τον γκρεμίσουνε, να μην τ' αφήσουν ανωφέλητο το μολύβι του, ίσως κ' έτσι συχωρεθούν τα μεγάλα τα κρίματα που τις έφεραν τις μεγάλες τις συφορές. — Μολύβι! τι λόγο ξεστόμισες, θα μου πης. ... Όχι, δε θα μου το πης εσύ αυτό! Το ξέρεις εσύ το κρύφιο το βοτάνι που δυναμώνει νου και καρδιά, και μπόδια μπρος του δε βλέπει.

Και το είχε καημό στα δεκάξη του χρόνια που δεν τον αφίνανε να πεταχτή και να πάη να το σεριανίση ή μονάχος του ή και με σύντροφο, τώρα που είταν κι ο δρόμος αμαξωτός· παρά μόλις ύστερ' από μήνες και μήνες παρακάλια εστρεξαν οι γονιοί του να ξεκινήση με το νωνό του, που είχε φίλους εκεί και συχνοπήγαινε για να τους βλέπη. Μέτρο δεν είχε τότες η χαρά του Παυλή. Μήτε στον Άγιο Τάφο να πήγαινε.

Δεν είχεν όμως δικά του χτήματα κ' έπεσε στα πόδια της γυναίκας του, που είχε μερικά πράμματα, με παρακάλια να πουλήση κανένα να τονε γλυτώση. Θηρίο έγειν' εκείνη, σαν τ' άκουσε και αφού τον εξέβρισε φοβερά, του είπε να φύγη, γιατί δεν τον ήθελε πλιο σπίτι της. Το χτύπημα ήταν πολύ βαρύ. Επήγε να σαλέψη ο νους του ναύτη, γιατί ήταν ένας χαραχτήρας, που ό,τι είχε, τόκρυβε μέσα του.

Ο γέρος ο βασιλιάς και η γρηά η βασίλισσα τόχανε μαράζι στην καρδιά τους. Μα το βασιλόπουλο δεν άκουγε ούτε ορμήνειες ούτε παρακάλια. Κάθε αυγή έπαιρνε το τουφέκι του στον ώμο και τραβούσε στους λόγγους και τα βουνά.