United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βόσκουν αυτά με την δροσιά και με το κρύο της νύχτας Σε γούπατον, σε λαγκαδιά καιόχτους απλωμένα. Γλυκός γλυκός αντίλαλος χύνεται απ' τα κουδούνια, Κάποτε ο νυχτοκόρακας, κάποτε αγρίμι σκούζει, Κάποτε σκύλου βάβυσμα βαθιά βαθιά γροικιέται Μέσ' 'ς τη μαυρίλα την πυκνή.

ΦΛΕΡΗΣΠώς το αποφάσισε, θαύμα! Είναι ένα τέτοιο αγρίμι. ΜΙΣΤΡΑΣΔε σούμοιασε, πάει να πη. ΦΛΕΡΗΣΑπαράλλαχτος ήμουνα μικρός. Με τη διαφορά πως αντί να κάνω προσευχές, έγραφα στίχους. ΜΙΣΤΡΑΣΤο ίδιο κάνει. Όπου λείπει η ενέργεια, πάει να πη, έρχεται στον τόπο της η ονειροπόληση. Κάπου πρέπει να ξεσπάση αυτό το υφαίστειο πούχομε μέσα μας.

Από το να μη θεωρηθή ότι είναι κάποιος από το γένος των ταχυδακτυλουργών. Θεαίτητος. Και εγώ εις αυτά την ιδίαν γνώμην έχω. Ξένος. Ώστε εγκρίνομεν να διχοτομούμεν το γρηγορώτερον την απομιμητικήν τέχνην, και αφού φθάσωμεν εις το βάθος της, εάν μεν απομείνη ο σοφιστής κατ' ευθείαν, να τον συλλάβωμεν συμφώνως με το ένταλμα του κυριάρχου λόγου και να παραδώσωμεν εις εκείνον αυτό το αγρίμι.

Είπανε πως έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε. Άλλος είπε πως τον πήρανε οι Νεράιδες. Άλλος πως ήτανε κρυμμένος μέσα στη μεγάλη σπηλιά του βουνού και τη νύκτα έβγαινε σαν το αγρίμι και μάζευε άγρια χορτάρια, για τροφή του. Και πάλι άλλος είπε πως τον είδε να σκάβη με τα νύχια του το χώμα στην κορφή ενός βουνού. Έκανε ένα μεγάλο λάκκο και θάφτηκε μέσα ζωντανός.

Κι' ένας, απ' όλους πλιο τρανός και απ' όλους λογισμένος, Που γέρνει απάνου 'ςτο ραβδί, στερνός απ' όλους λέγει Για την τσοπάνικη ζωή, κι' όλο τους ορμηνεύει Για τη βοσκή, για τ' άρμεγμα, για της ερμιάς τ' αγρίμι, Για το μαντρί, για σάλογον, για στάλισμα, για σκάρον. Για γέννον και για βύζαμα και για τον έρμον κούρο.

Γιε, ήταν εχθρός σου!». Κι' ο Τριστάνος χαίρεται: ο χειρότερος εχθρός του, ο πειο μισητός, ο Γκενελόν, είναι σκοτωμένος! Από τότε κανείς πεια δεν ετόλμησε να μπη στο άγριο δάσος. Ο τρόμος φυλάει της πόρτες του κι' οι δυο εραστές είναι κύριοι κει μέσα. Εκείνη την εποχή ο Τριστάνος έφτιασε το «α λ ά θ ε υ τ ο» τόξο, που πάντοτε πετύχαινε το στόχο, άνθρωπο ή αγρίμι στο σημαδεμένο μέρος.

Έλα εδώ, Δώρα. Οι παραπάνω, ΔΩΡΑ Καλησπέρα σας κύριε. Μπαμπά μου. ΜΙΣΤΡΑΣΕίδες πως σ' επρόδωκα, κοκκώνα μου; Θα μ' έχης μια φούρκα, μάτια μου. ΦΛΕΡΗΣΤι τρόπος είναι αυτός; Ω; πότε θάσαι αγρίμι; Δώσε το χέρι σου στους κυρίους. Δε γνωρίζεσαι με τον κ. Νίκο; Ω! βέβαια . . .

Οι σκύλοι ανεγνώρισαν τον συριγμόν κ' έπαυσαν ευθύς τας υλακάς των. Έμενον όμως εκεί επί τόπου, ατενίζοντες με τους μεγάλους υελώδεις οφθαλμούς των τον Δημήτρην και μόλις τον είδον κινούμενον επανέλαβον τας υλακάς και την επίθεσίν των. — Ρε, αγρίμι νάνε; — Μπα· διαβάτης θα νάνε. — Να μην ένε λύκος; Οι βλάχοι ήρχισαν ν' ανησυχούν τόρα.

Άμα τον έβλεπεν ο Μανώλης, έφευγεν ως αγρίμι και εκραύγαζε κλαίων: — Δε θέλω γράμματα! Δε θέλω! Εφοβέριζε δε ότι, αν ο πατέρας του επέμενε, θα έπεφτε να σκοτωθή εις την παρακειμένην χαράδραν. Και είχε τόσην ειλικρίνειαν εις την φωνήν και τόσην αποφασιστικότητα εις το βλέμμα, ώστε ο Σαϊτονικολής εφοβήθη ότι, αν επεχείρει να μεταχειρισθή βίαν, θα εξετέλει την απειλήν του.

Ο Καναβιός λαφιασμένος, επάσκιζε να τον πείση με θερμά παρακάλια, όπως έδειχναν οι ζωηρές του χειρονομίες, πως δεν ήταν βολετό να γίνη κείνο που του ζήταε του άμοιρου. Εκείνος, αγρίμι καθώς ήταν πάντα, δεν έπαιρνε από λόγια. Έτσι εφιλονίκαγαν στην άκρη κάμποσο, για μεγάλη στενοχώρια του Επιστάτη και του Αρχιφύλακα οπακαρτέραγαν ανυπόμονοι.