Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Και πήρε με βαριά ψυχή την αμμουδιά άκρη άκρη του πολυτάραχου γιαλού, κι' έτσι όλο με κατάρες 35 της πυκνοπλέξουδης Λητός το γιο περικαλούσε «Άκου με, αργυροδόξαρε, εσύ που διαφεντέβεις την Κίλλα με το τόσο βιος και το νησί της Χρύσας, και που φυλάει την Τένεδο τ' ανίκητό σου χέρι.
Πολύφημε, στα πρόβατα ρίχνει η Γαλάτεια μήλα και ρίχνοντας τα μήλα της σ' ερωτοπεριπαίζει· και συ δε στρέφεις να την 'δης μηδέ να την κυττάξης, μα κάθεσαι, κακότυχε, και παίζεις τη φλογέρα. Τώρα κτυπάει τη σκύλλα σου που σου φυλάει ταρνάκια κ' η σκύλλα προς τη θάλασσα κυττάζοντας γαυγύζει· κοχλάζοντας τα κύματα, την ώμορφη νεράιδα που τρέχει απάνω στο γιαλό, αχνά την καθρεφτίζουν.
— Τι ώμορφη! έλεγε πολλάκις και η Θωμαή, θωπεύουσα μαλακά-μαλακά το ολόχρυσον εκείνο καλλιτέχνημα, με τας απαλάς της χείρας. — 'Σαν χρυσό φειδάκι, καλέ! Επανελάμβανε. — Φειδάκι που με φυλάει, έλεγε τότε ο Λαλεμήτρος μειδιών, φειδάκι που αντί για φαρμάκι με ποτίζει ζωήν. — Ποιος ξέρει ποια αμερικάνα θα σου την εχάρισε! Και διηγείτο τότε ο Λαλεμήτρος: — Ένας Εβραίος. Μου την επώλησεν ένας Εβραίος.
Και σ’ εκείνον, τον κακόμοιρο υπηρέτη, δε μένει παρά να αποσυρθεί για το υπόλοιπο της ζωής του στο κτηματάκι, ν’ απλώσει την ψάθα του και ν’ αναπαυθεί με τη βοήθεια του Θεού, ενώ μες στη σιγαλιά της νύχτας οι καλαμιές ψιθυρίζουν την προσευχή της γης που αποκοιμιέται. Κεφάλαιο δεύτερο Την αυγή έφυγε αφήνοντας πίσω του το αγόρι να φυλάει το κτήμα.
Ίσια ίσια γιατί μεταμορφώνει τη γλώσσα του ο λαός, τη φυλάει, κ' ίσια ίσια γιατί άλλαξε η γλώσσα, έμεινε πάντοτες η ίδια. Αλλάζοντας τη γλώσσα τη βαστούσετε και σεις. Σώσετε μάλιστα πολλούς νόρους που, αν κανείς δεν προσέξη καλά, φαίνουνται κατάλληλοι μόνο για την αρχαία γλωσσική κατάσταση της ελληνικής. Ξέρετε που σήμερα κάθε Πολίτης θα πη άκουσα αντίς ήκουσα κ' έτοιμη αντίς ετοίμη.
Τα ορφανά όμως; Αυτά τα φυλάει, λέει, ο Χριστός για τον εαυτό του. Ας είνε. Σαν τον κρίνο στη γλάστρα μαράθηκε το Μαχώ. Κ' η έγνοια του μου δίνει ζωή εμένα. — Έχει ο Θεός, Στρατή... Πού ξέρεις ακόμα; Καθένας με την τύχη του. Μην το βάζης μαράζι «Αργοπαντρεμμένη καλοπαντρεμμένη!» το λέει κ' η παροιμία... Ένας βήχας ξερός ακούστηκε μες στη σιγαλιά της νύχτας.
Θα πάω να ψάξω στο σπίτι σας και μετά θα το σκάσω για τις μεγάλες πόλεις!» «Νομίζεις πως στις μεγάλες πόλεις καλοπερνάνε;», ρώτησε η ντόνα Ρουθ με ύφος σοβαρό και η ντόνα Έστερ, που είχε αδειάσει στο μεταξύ το γάλα και επέστρεφε το δοχείο στη Νατόλια με ένα νόμισμα μισής πέζας μέσα για φιλοδώρημα, σταυροκοπήθηκε: «Ο Θεός να μας φυλάει!»
Κ' η μάγισσα η καλόγνωμη γυρίζει και του λέει: — Είνε τα Μήλα τα Χρυσά σε μακρυνό περβόλι, Σε περιβόλι απάτητο, που το φυλάει ο Δράκος. Χιλιάδες βασιλόπουλα, χιλιάδες παλληκάρια Πήγαν να το πατήσουνε κ' εχάσαν την ζωή τους. Αν έχης λιονταριού καρδιά και σιδερένια στήθεια, Σύρε μέσ' στης Πεντάμορφης το μαρμαρένιο κάστρο, Πέρα 'ς εκείνα τα βουνά που 'γγίζουνε τ' αστέρια.
Λες και φυλάει εδώ σαν πολεμικός πύργος, το μοναδικό διάβα της Λάκκας από το μέρος του Φαναριού.
Τον βλέπει ο μεγαλόφωνος, που στα νερά φυλάει, Και του σιμόνει σιγανά, και τον γλυκορωτάει. Ξένε μου πούθεν έρχεσαι; ποιος είσαι; και οχ τι τόπο; Μη φοβηθής να μου το ειπής· μην έχεις κάναν κόπο. 60 Γιατί αν από το στόμα σου την πάσα αλήθια μάθω, Και σε γνωρίσω για σωστόν και φίλο δίχως λάθο, Σου τάζω μες το σπίτι μου να σε φιλοξενήσω, Κι' ως πρέπει, με χαρίσματα πολλά να σε τιμήσω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν