United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καταραμένος νάναι από το Θεό. Καταραμένη η ώρα που γεννήθηκε, καταραμένο το καράβι που μας τον έφερ' εδώ αντί να τον πνίξη 'κει κάτω στα βαθειά κύματα. — Ήσυχάστε, κυρία, είπεν η Βραγγίνα. Πάρα πολλές κατάρες κι' αφορεσμούς λέτε σήμερα. Πού μάθατε αυτό το επάγγελμα; Ποιος ξέρει αν αυτός ο άνθρωπος δεν είναι αποσταλμένος από τον Τριστάνο; — Δεν πιστεύω, δεν τον ανεγνώρισα.

Και πήρε με βαριά ψυχή την αμμουδιά άκρη άκρη του πολυτάραχου γιαλού, κι' έτσι όλο με κατάρες 35 της πυκνοπλέξουδης Λητός το γιο περικαλούσε «Άκου με, αργυροδόξαρε, εσύ που διαφεντέβεις την Κίλλα με το τόσο βιος και το νησί της Χρύσας, και που φυλάει την Τένεδο τ' ανίκητό σου χέρι.

Και φέρνει κύματα σα θάλασσα κακών που το ένα πέφτει, τ’ άλλο τρίκορφο ανεβαίνει κι ολόγυρα στης πόλης μας την πρύμνα βράζοντας φουσκώνει· κι ανάμεσό μας σκέπη αδύναμη πύργος το λίγο πάχος του στυλώνει· και τρέμω με τους βασιλιάδες της να μη βουλιάξη δαμασμέν’ η πόλη. Γιατί σε τέλος βγαίνουνε με τον καιρό οι αρχαίες κατάρες με βαρειά στροφή της τύχης.

ΧΟΡΟΣ Καν τώρα που ’ναι δίπλα σου, γιατί με τον καιρό μπορεί τη γνώμη στρέφοντας η Μοίρα σου να ’ρθή μεταλλαγμένη, μ’ άνεμο φυσώντας πιο απαλό, μα τώρ’ ακόμα μέσα της άγρια λαβρίζει οργή. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Και αλήθεια οι κατάρες λαβρίζουνε του Οιδίπου, και πολύ αληθινές οι ονειροφαντασιές μου που του πατρός μας την κληρονομιά μεράζουν. ΧΟΡΟΣ Εμάς, γυναίκες, άκουσε κι α δε μας στρέγης.

Τρέχουμε και με φύλλο εμείς ζεφύρου, αν είναι ανάγκη, 415 π' αγέρα απ' όλους πιο αλαφρύ τον λένε· όμως εσένα σ' τόγραψε η μοίρα από θεό να σκοτωθείς κι' όχι άντραΕίπε, κι' αμέσως τη φωνή του πήρανε οι Κατάρες.

Και τις φρικτές εγώ κατάρες είμαι απάνω μου πού ’ριξα,. κανένας άλλος του βασιλέως δεν εμόλυνε τη γυναίκα! Κακός εγώ κι ακάθαρτος έχω φυτρώσει, πρέπει να φύγω, ανάξιος είμαι να βλέπω τους εδικούς μου, αλλοιώτικα μέλλω να γείνω σύζυγος της μητέρας μου και να σκοτώσω τον Πόλυβο που μ’ έκανε κι ανάθρεψέ με.

Βέβαια παράπονο μ’ εμέ για τις ειδήσεις που σου ’φερα δε θα ’χης° μα ο ίδιος τώρα κρίνε το πλοίο της πόλεως να κυβερνήσης. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Ω θεομίσητ’ εσύ και πολύ θεοβλαμμένη του Οιδίπου, ω παντοδάκρυτη γενεά δική μου, ωιμέ! και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρες.

Και στα ξεφωνητά μέσα ακούονταν και μερικές κατάρες για τη νύφη της, που εστάθη αιτία του σκοτωμού του, γιατί ο ναύτης είχε γυναίκα και παιδί, αγόρι οχτώ εννιά χρονών. Και, πράμμα παράξενο, δεν ήταν εκεί, την ώρα που έγεινε το κακό, ούτε η γυναίκα του, ούτε το παιδί του· ξένες γυναίκες εθρηνούσαν και από τους δικούς του η αδερφή του μονάχη.

Μέρες και μέρες βάσταξαν οι γάμοι του Μπραΐμη και της Μελέκης. Άλλες τόσες μέρες μπαινόβγαιναν οι γιατροί από το σπίτι του μαύρου του Προεστού. Τέτοιο αστροπελέκι απάνω στάσπρο κεφάλι του, δεν μπόρεσε ο καημένος να το βαστάξη. Η γριά έζησε μερικούς μήνες ακόμα, για να δώση, ως φαίνεται, καλά την κατάρα της. Τι τα θέλεις, πρέπει κάποτε να τις πιστεύης αυτές τις κατάρες.

Απ’ τα ζερβά τρυπημένοι. -Κι αλήθεια τρυπημένοι στα ομόσπλαχνα πλευρά. -Αλλοί, δυστυχισμένοι, αλλοί και στις κατάρες που φέραν την αντίφονη τη συμφορά! -Λαβωματιά πέρα για πέρα στα σπίτια τους και στα κορμιά, μ’ ανήκουστην αψιθυμιά με μοίραν όχι διάφορη απ’ την κατάρα του πατέρα.