United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σα να είνε δα κι οι γαμπροί κεράσια, να βλέπης και να διαλέγης. Δέσπω. Μα απ' όσα μαθές παλληκάρια είδες, ποιόνα διαλέγεις; Έτσι, για χάζι. Αρετ. Αν είνε για χάζι, να σου το πω. Έχει της στεφάνωσης τόνομα — Ο Στεφανής! Αρετ. Είν' όμορφος, είνε πρόσχαρος, μα ο καημένος από σόγι δεν είνε. Δέσπω. Της μάννας ο νους κι από του αϊτού το μάτι κόβει πιο μακριά.

Από το Μεροβίγλι, ψηλά ψηλά, απάνω στα γκρεμνά, που κάθουμαι και σου μιλώ, βλέπω κάτω στη θάλασσα τα νησάκια που μέσα τους έχουνε φλόγα κρυμμένη, το Βουλκάνο που δεν κοιμάται ποτέ, κι ας μοιάζη σαν αποκοιμισμένος. Καημένες τα λεν εδώ τα νησάκια που είναι όλο φωτιά, τη Μεγάλη Καημένη και τη Μικρή. Είμαι σαν τα νησάκια καίω· είμαι ο Μεγάλος ο Καημένος. Όπου πάω, εσένα ποθώ.

Τα λέγει αυτά ο λαός ο καημένος, όχι φυσικά με το στόμα του ή με την πέννα, που αν μπορούσε έτσι να τα φωνάξη θα τον άκουγαν κ' οι δάσκαλοι· μα τα λέει με την αδιαφορία του προς τα δασκαλήσια, με την ακαμωσιά του, με την αμάθειά του, με την αφιλοκαλία του, με χίλιους τρόπους που μιλούνε στο νου του καθενός παρατηρητή που τον αγαπάει, τον πονεί, τονε νοιώθει.

Η κυρά που τον οδήγησε μέχρι εκεί, τον κοίταζε διασκεδάζοντας μ' αυτόν, μέχρι που η άλλη φώναξε, «Γιατί δεν μπαίνεις αδελφή; Ο καημένος ο άνθρωπος είναι τόσο φορτωμένος που θα σωριαστεί. Όταν μπήκαν μέσα και κλειδώθηκε η πόρτα, πήγαν και οι τρεις τους σε μια μεγάλη αυλή, περιτριγυρισμένη από κιγκλιδωτό.

Ως κι ο καημένος ο γέρο Βασίλης, σα να μην είταν εκείνος που μας δηγούνταν τα πάθια του στην ακρογιαλιά, ως και κείνος έβγαλε το μαντίλι και χόρεψε, με λουλούδι στάσπρο του κατσαρό. Ως κ' η μακαρίτισσα η γριά μου, που μήτε να χαμογελάη δεν πολυσυνήθιζε, σηκώθηκε στο χορό τη βραδιά εκείνη.

Τι να είχε γείνει ο καημένος ο Τασιούλας; Άλλοι έλεγαν, ότι τον καιρό, που πήγαινε στη Βλαχιά είχε πέσει από το μουλάρι στο Δούναβη και πνίγηκε, άλλοι πάλι, ότι στο Γιάσι, που καταστάθηκε, τον αγάπησε μια Βλάχα για την ομορφιά του και τον παντρεύτηκε, άλλοι ότι είχε πεθάνει από αρρώστεια, κι' άλλοι πάλι έλεγαν άλλα.

Με τι καρδιά γύριζε ο καημένος στο χωριό του! ΓΚΕΣΟΥΛΗΣ λέγουνταν εκείνο το λαμπρό σκυλλί! Τόνομα του Γκεσούλη έχουν όλα τα σκυλλιά, πούναι στο κορμί μαύρα και άσπρα στο λαιμό και στην κοιλιά. Αυτό το είδος του χρωματισμού των σκυλλιών έχει λευκώματα και στα ποδάρια, πότε στα τέσσερα και πότε σε λιγώτερα, και κάτι καστανές γραμμές κάτω από τα μάτια.

Σύρε να περιδρομιαστής κάτω στο μαγερειό, που ο χάρος μας τριγυρνάει και συ για την κοιλιά συλλογιέσαι. Κι ο καημένος ο Στεφανής! Κάτι σα να μυρίστηκα και γω στης Καλαματιανής το νυχτέρι. Αχ, και τι κόσμος! Πέτρα πάνω στην πέτρα κατακυλάνε τα πάθια του στο κεφάλι σου, και νου δε σου αφίνουνε να τον καλονοιώσης το χαλασμό που γίνεται ολοτρόγυρα. Τι κόσμος, τι κόσμος! Ταποταχύ πρωινή.

Μέρες και μέρες βάσταξαν οι γάμοι του Μπραΐμη και της Μελέκης. Άλλες τόσες μέρες μπαινόβγαιναν οι γιατροί από το σπίτι του μαύρου του Προεστού. Τέτοιο αστροπελέκι απάνω στάσπρο κεφάλι του, δεν μπόρεσε ο καημένος να το βαστάξη. Η γριά έζησε μερικούς μήνες ακόμα, για να δώση, ως φαίνεται, καλά την κατάρα της. Τι τα θέλεις, πρέπει κάποτε να τις πιστεύης αυτές τις κατάρες.

Μ' έπιασε, μ' έπιασε ο Χάρος και με βαστά. Πέντε παρά κάρτο!...» Ξύπνησα τότες με τα σωστά μου. Είταν η ώρα οχτώ. Είχα φανταστή στον ύπνο μου μέσα πως ξυπνούσα. Κοντέβουν τώρα δέκα χρόνια που είδα το φοβερό αφτό τόνειρο και τόγραψα αμέσως το πρωί, να το θυμούμαι. Τι καλά που περνούσαμε τότες στο σπίτι μας στην εξοχή! Ζούσε ο καλός μου ο παπούς. Πρόπερσι πέθανε ο καημένος, εκατό χρονώ γέρος.