United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα λέγει αυτά ο λαός ο καημένος, όχι φυσικά με το στόμα του ή με την πέννα, που αν μπορούσε έτσι να τα φωνάξη θα τον άκουγαν κ' οι δάσκαλοι· μα τα λέει με την αδιαφορία του προς τα δασκαλήσια, με την ακαμωσιά του, με την αμάθειά του, με την αφιλοκαλία του, με χίλιους τρόπους που μιλούνε στο νου του καθενός παρατηρητή που τον αγαπάει, τον πονεί, τονε νοιώθει.

Δεν είχεν έρθει 'δω η Αμέρσα; Μου φάνηκε πως άκουσα τη φωνή της μέσ' τον ύπνο μου, είπεν η λεχώνα. — Ας πάη να την φωνάξη, είπεν η γραία, νεύουσα με τον κανθόν του όμματος προς τον γαμβρόν της. — Κωσταντή, πας να φωνάξης την Αμέρσα; είπεν η λεχώ προς τον σύζυγόν της. — Πάω. Ακούς, λέει! . . . Ωχ! κρίμα, ζάβαλε! Καλά που το βαφτίσαμε κι' όλας.

Ανεξήγητος τρόμος και αγωνία παράδοξος την εκυρίευσαν· ενόμιζεν ότι θα κρημνισθή εις τα τάρταρα, ότι εις ανήλιον σκότος έμελλε να βυθισθή, και ηθέλησε να φωνάξη, ίνα καλέση βοήθειαν· αλλ' η φωνή της εκόλλησεν εις τον λάρυγγά της, τα χείλη της εκινήθησαν σπασμωδικώς, και ότε τέλος ησθάνθη ότι δεν εκινείτο πλέον, ότι η φοβερά εκείνη κατάβασις είχε τελειώσει, ενόμισεν ότι εξέπνεε την εσχάτην αυτής πνοήν.

Ο καπετάν Μπισμάνης δεν ήταν ώρα να φανώ εμπρός του και να μη μου φωνάξη γελώντας: — Ε, Καληώρα· δεν πας λίγο να δουλέψης την τρόμπα; Τέλος εκατεβήκαμε στις Δήλες. Ο Θεός να το κάμη λιμάνι! Όσο τον έχει στο σορόκο καλά· άμα όμως τον πάρη τρεμουντάνα και κατεβάση ο Τσικνιάς ουδέ βάρκα δεν μένει μέσα.

Εδούλεψε δέκα χρόνια εκεί που βγάζουν το μάλαμα. Εκέρδησε χρήματα έως είκοσι χιλιάδες, και αγόρασε το καραβάκι αυτό. Παραπάνω δεν θάχη. Η Μαργαρώ ετάνυσε και οφθαλμούς και ώτα. Δεν εχόρταινε αυτήν την ομιλίαν. Της ήλθε δυο τρεις φοραίς να φωνάξη. Να πεταχθή έξω.

Τελευταία ερίχτηκε με τα φορέματά του στο κρεββάτι· έτσι τον βρήκε ο υπηρέτης του όταν κατά τις ένδεκα ετόλμησε να μπη στην κάμαρα και να ρωτήση αν ήθελε να του βγάλη τα παπούτσια του. Τον άφησε να του τα βγάλη, αλλά του απηγόρευσε να έλθη στην κάμαρα το άλλο πρωί πριν να τον φωνάξη.

Ευρίσκετο πέραν της άλλης άκρας του κήπου, και όταν η Γιαννού επλησίασεν εις την θύραν του περιβόλου, δεν τον έβλεπε πλέον, κρυπτόμενον όπισθεν του πυκνού φράκτου, εις ικανήν απόστασιν, ώστε δεν ημπόρεσε να του φωνάξη μακρόθεν την καλησπέραν. Εκείνος κύπτων, όλος έκδοτος εις την εργασίαν του, ούτε την είδεν. Η γραία Χαδούλα εισήλθε.

Είνε και άλλοι να ψηφοφορήσουν, είπεν ο ελληνοδιδάσκάλος, όστις ενώ το πρωί επεδείκνυεν αμεροληψίαν, έως την εσπέραν είχε καταντήσει βαθμηδόν να φανατισθή υπέρ των Χαλασοχώρηδων. — Δεν είνε άλλοι, είπεν ο κυρ-Ανδρέας. Αλλά και αν είνε, ο κύριος πρόεδρος ας κάμη το χρέος του, και ας διατάξη τον τελάλη να φωνάξη τρεις φοραίς, πριν κλείσωμε της κασσέλαις. Ορίστε, κύριε πρόεδρε.

Θυμάσαι το τι μου έταζες χτες; πως άμα ταποφασίσω, να σου το πω. Σουφρώνει τα φρύδια του ο Αγάς. — Κι άμ' η μάννα σου; του λέει ποιος θα την πάρη στο λαιμό του τη μάννα σου; Κι ο πατέρας σου; — Αφεντέσημ Έφεντημ, τίποτις δεν είναι αυτά. Ο πατέρας μου είναι μισός μουσουλμάνος. Η γριά πάλι, θα φωνάξη, θα κλάψη, κ' ύστερα θα μερώση. Τι θάκανε αν είτανε θάνατος; Εδώ έχει ή Προφήτη, ή θάνατο.

Η μεταξύ του συζύγου και της καπνοσύριγγός του σιωπηλή σκηνή, ήτο ωσάν μία αποκάλυψις δι' αυτήν, αποκάλυψις θεία· ωσάν την στιγμήν εκείνην να επότισαν την διψασμένην, την ξηράν καρδίαν της με νάμα δροσοβόλον, ουρανόσταλτον . . . Έβλεπεν, έβλεπε και μόλις ετόλμα ν' αναπνεύση. Ήθελε τώρα να ορμήση, ήθελε να φωνάξη, αλλ' έσχε την δύναμιν να κρατηθή.