United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΧΑΡ. Ακούσετε πώς είνε η κατάστασίς μας. Το πλοιάριον είνε μικρόν, ως βλέπετε, και σαθρωμένον ολίγον και κάνει από παντού νερά και με την παραμικράν κλίσιν προς τα πλάγια ημπορεί να ανατραπή και να βυθισθή, σεις δε ήλθετε τόσοι πολλοί συγχρόνως και έχετε μαζή σας τόσα πράγματα? αν λοιπόν εμβήτε με αυτά φοβούμαι μήπως μετανοήσετε και μάλιστα όσοι δεν γνωρίζετε να κολυμβάτε.

Οι τροχοί του άρματός μου είχον βυθισθή εις την άμμον έως τους άξονας, και απεμακρυνόμην αργά, προφυλαγμένη κάτω από τον μανδύαν μου, παγωμένη από τας ύβρεις του αι οποίαι έπιπτον ως θυέλλης βροχή». Ο Ιωχανάν ήτο εμπόδιον εις την ζωήν της. Όταν τον συνέλαβον και τον έδεσαν με σχοινία, οι στρατιώται είχον εντολήν, να τον τελειώσουν με τα ξίφη αν ανθίστατο. Αλλ' εκείνος εφέρθη ήσυχα.

Μερικοί από τους συντρόφους μου εκατάλαβαν, ότι εκείνο δεν ήτο νησί, αλλά μία χελώνα θαλασσινή, και όταν αγροίκησε την φωτιάν ετινάχθη και βλέποντας που ήθελε να βυθισθή εις την θάλασσαν, έτρεξαν εις το καΐκι και εφώναξαν όσους είδον εκεί πλησίον.

Και συγχρόνως ητοιμάζετο να φύγη, και συνάμα έστρεφε τον κανθόν του όμματος προς την στέρναν, διά να ιδή αν διήρκει η αγωνία. Ανέλαβε το καλάθι της, το οποίον είχεν αποθέσει κατά γης, και απεμακρύνθη δύο βήματα. Τα δύο μικρά πλάσματα ήσπαιρον μέσα εις το νερόν. Η μικρά είχε βυθισθή ήδη. Η μεγαλειτέρα επάλαιε.

Εκινδύνευε να βυθισθή εις το κύμα η μικρή βάρκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, πλέουσα ανάμεσα εις βουνά κυμάτων, έκαστον των οποίων ήρκει διά να ανατρέψη πολλά και δυνατά σκάφη και να μη αποκάμη, και εις αβύσσους, εκάστη των οποίων θα ήτο ικανή να καταπίη εκατόν καράβια και να μη χορτάση. Ολίγον ακόμη και θα κατεποντίζετο.

Πλην έβλεπε τωόντι ο Μπάρμπα-Σταύρος ότι ήτο αδύνατον πλέον να προχωρήση περαιτέρω μέχρι του κτήματός του. Η χιών ήτο βαθεία αληθώς, πέντε σπιθαμών, και ήτο φόβος να βυθισθή τις και απολεσθή. — Δεν είνε χιόνι αυτό! εψιθύριζεν. Οργή Θεού! Δυο-τρεις φοραίς κατέπεσε και ετρόμαξε να εγερθή εκ νέου. Όμως επροχώρει, διότι δύο άλλοι προ αυτού εβάδιζον και αυτοί μετά καμάτου.

ΙΩΝ Ό,τι έχω μέσα στην ψυχή το ίδιο λες για μένα. ΚΡΕΟΥΣΑ Ώ, άκληρη δεν είμαι πεια, δίχως παιδί δεν είμαι! στηρίχθηκε το σπίτι μου και βασιληά έχει η χώρα. Ξαναζωντάνεψε ο Ερεχθεύς• το φως του ήλιου βλέπει το σπίτι, που είχε βυθισθή μέσα σε νύχτα μαύρη. ΙΩΝ Μητέρα, κι' ο πατέρας μου να μοιρασθή αξίζει την ίδια τούτη τη χαρά που έδωκα σε σένα.

Ανεξήγητος τρόμος και αγωνία παράδοξος την εκυρίευσαν· ενόμιζεν ότι θα κρημνισθή εις τα τάρταρα, ότι εις ανήλιον σκότος έμελλε να βυθισθή, και ηθέλησε να φωνάξη, ίνα καλέση βοήθειαν· αλλ' η φωνή της εκόλλησεν εις τον λάρυγγά της, τα χείλη της εκινήθησαν σπασμωδικώς, και ότε τέλος ησθάνθη ότι δεν εκινείτο πλέον, ότι η φοβερά εκείνη κατάβασις είχε τελειώσει, ενόμισεν ότι εξέπνεε την εσχάτην αυτής πνοήν.

Τον ηρώτησαν, «Πού είνε ο Πατήρ ΣουΕίπεν αυτοίς ότι, μη γνωρίζοντες Αυτόν, δεν ηδύναντο να γνωρίζουσι τον Πατέρα Του· είτα και πάλιν θλιβερώς τους ενουθέτησεν ότι η αναχώρησίς Του ήτο εγγύς, και ότι τότε θα αδυνατώσι να έλθωσι προς Αυτόν. Η μόνη απάντησίς των ήτο σκωπτική ερώτησις αν ήθελε ν' αποκτείνη Εαυτόν και να βυθισθή ούτω εις τα βαθυτέρα σκότη του άδου.

Δι' αυτό λοιπόν τότε πάλιν ο θεός ο οποίος τον ετακτοποίησε, επειδή τον βλέπει να ευρίσκεται εις στενοχωρίαν, ενδιαφερόμενος να μη πελαγώση από την σύγχυσιν και διαλυθή και βυθισθή εις τον απέραντον τόπον της ανομοιότητος, έρχεται πάλιν αυτός εις το πηδάλιον, και συσφίγγει τα χαλαρωθέντα και παραλυθέντα μέρη και τα κάμνει καθώς ήσαν κατά την προηγουμένην περίοδόν του, και τον τακτοποιεί και τον καθιστά αθάνατον και αγήραστον.