United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και συγχρόνως ητοιμάζετο να φύγη, και συνάμα έστρεφε τον κανθόν του όμματος προς την στέρναν, διά να ιδή αν διήρκει η αγωνία. Ανέλαβε το καλάθι της, το οποίον είχεν αποθέσει κατά γης, και απεμακρύνθη δύο βήματα. Τα δύο μικρά πλάσματα ήσπαιρον μέσα εις το νερόν. Η μικρά είχε βυθισθή ήδη. Η μεγαλειτέρα επάλαιε.

Τα γραμματάκια του παιδιού μου, πούρχονταν τακτικά μια φορά το χρόνο, για να μου πουν, Μαρία, πως μια μεγάλη καρδιά, μία μητέρα υπέροχη επάλαιε εκεί κάτω κ' ενικούσε. Η φωτογραφίες που μούστελνες του παιδιού αυτού, που ήταν το παιδί μου, Μαρία, και 'που θα το ξεχνούσα, άκαρδος όπως είμουνα, αν εσύ δεν εφρόντιζες να μου το θυμίζης και να με κάνης να τ' αγαπώ.

Εν τούτοις φοβηθείσα μη απολέση τα πάντα, ενόησεν ορμεμφύτως ότι ώφειλε να υποχωρήση προς καιρόν. Αλλ' η Αϊμά κατείχετο και αυτή υπό υψίστου διαφέροντος. Ήλπιζε ν' ακούση τι παρά της Σιξτίνης περί της τύχης της. Επάλαιε δε μεταξύ διττών αισθημάτων. Η Σιξτίνα τη είπεν·Ας αναβάλωμεν, κόρη μου, αφού δυσκολεύεσαι να το είπης.

Είχε μέλανας και μεγάλους οφθαλμούς, ωχράν και αδύνατον την όψιν, και ωραίαν καστανήν κόμην. Το ανάστημά της εφαίνετο ολίγον κυρτόν. Ηδύνατο να καταστή ωραία, αν δεν έζη εν μέσω τοιούτου κύκλου, αλλά νυν δυσκόλως ηδύνατό τις να διακρίνη αν ήτο ευειδής ή άσχημος. Μεθ' όλην την ασβόλην καθ' ης επάλαιε, προσεπάθει να ενδύηται κοσμίως, και σπανίως εφαίνετο κηλιδωμένη.

Το πηδάλιον βιαίως συγκρατούμενον εν τη θέσει του, επάλαιε κατά της σιδηράς ορμής της θαλάσσης κ' εκρότει, κάπου συγκρουόμενον, ως του χαλκέως η σφύρα επί του άκμονος, να απελευθερωθή, θαρρείς, από των ορειχαλκίνων βελονίων του. Ο πλοίαρχος, κατελθών προς στιγμήν, ήναψε σιγάρον, σκυθρωπός, αμίλητος. Και πάλιν ανήλθεν επί του καταστρώματος σκυθρωπός, αμίλητος.

Καθώς δε εθεώρει τον επικείμενον τούτον θάνατον, η ανθρωπίνη φρίκη τούτου επάλαιε με την ζέσιν της υπακοής Του· και γινώσκων ότι αντιμετωπίζων την φοβεράν εκείνην ώραν θα ενίκα, έκραξε, «Πάτερ, δόξασόν Σου το όνομαΤότε, διά τρίτην φοράν κατά την επίγειον ζωήν Του, ήλθε φωνή εξ ουρανού λέγουσα, «Και εδόξασα και πάλιν δοξάσω». Ο Άγ.

Η απάθεια εκείνη του συζύγου την παρώργιζε. Αλλ' ήτο αγαθός και τον ετίμα, αν και επάλαιε διηνεκώς μεταξύ προσφάτου ακόμη, καυστικής αναμνήσεως και καθήκοντος ιερού. Εβίαζεν εαυτήν, προσπαθούσα να συνδέεται στενώτερον οσημέραι προς τον σύζυγον, συχνά δε, οσάκις καμμία ανάμνησις την ηνώχλει επίμονος, τον εκράτει πλησίον της, ως δεινόν τι προαισθανομένη, ωσάν να την ηπείλει συμφορά.