United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ιδούσα τούτο η νοννά, έκραξε την Αθηνιώ, εικοσαετή την ηλικίαν δουλεύτραν της, ήτις ήτο και αυτή μία των βαπτιστικών της, και τη ενεπιστεύθη την μικράν, συστήσασα αυτή αυστηράν επαγρύπνησιν.

Καθώς δε εθεώρει τον επικείμενον τούτον θάνατον, η ανθρωπίνη φρίκη τούτου επάλαιε με την ζέσιν της υπακοής Του· και γινώσκων ότι αντιμετωπίζων την φοβεράν εκείνην ώραν θα ενίκα, έκραξε, «Πάτερ, δόξασόν Σου το όνομαΤότε, διά τρίτην φοράν κατά την επίγειον ζωήν Του, ήλθε φωνή εξ ουρανού λέγουσα, «Και εδόξασα και πάλιν δοξάσω». Ο Άγ.

Κι' έκραξε ο γέρος, κι' άπλωνε σπαραχτικά τα χέρια «Έχτορα, μη μου καρτεράς, παιδί μου, αφτό το σκύλο μονάχος έτσι αβοήθητος, μη χάσεις τη ζωή σου, παιδί μου, απ' το κοντάρι του, γιατί είναι ανότερός σου... 40 τ' άγριο θεριό! που έτσι οι θεοί τόση όση εγώ ναν τούχαν αγάπη!

Μα έλα δα! έκραξε προς αυτόν ο Καλούμπας, άμα τον είδε να έρχεται χωρίς τον υιόν του. Έλα, κι' ας κουρεύεται! — Καλλίτερα, λείπει κι' ο μπελάς του, παρετήρησεν ο Νειόγαμπρος. Ο γέρων θαλασσινός έκυψεν, έλυσε την μπαρούμαν, κ' επήδησε στη βάρκα. Ομοίως και οι άλλοι δύο. — Μου έβγαλε την ψυχή ανάποδα, το διαολόσκυλλο, είπεν ο· Μπαμπούκος, να τρέχω να τον κυνηγώ. Ήτον πράγματι πολύ ωργισμένος.

Είχε την ακράδαντον πεποίθησιν ότι αμέσως ούτος θ' απεκάλυπτε την κεφαλήν προ του ιερού εκείνου μάρτυρος ανεσπέρου δόξης, προ του αγίου εκείνου λειψάνου τόσων θριάμβων. — Εδώ σας θέλω! έκραξε προσατενίζων όλους αυτούς με οφθαλμούς λάμποντας υπό χαράς και υπερηφανίας.

Ο Καλάφ που ήτον καλά παιδευμένος εις την τέχνην των γερακιών, το έκραξε και ήλθε και το έπιασεν. Αυτός κατά πως εστοχάσθη, απείκασεν ότι αυτό το γεράκι θα ήτον του βασιλέως του τόπου εκείνου, και κατά πως εστοχάσθη έτσι ήτον.

Όταν όμως μετ' ολίγον εχρειάσθη ν' αντλήσουν νερόν από το φρέαρ, τότε το «γιουρδέλι», ήτοι το άντλημα της Κρινιώς προσέκρουσεν εις στερεόν σώμα εντός του ύδατος, κι' αυτή εν εκπλήξει και φόβω έκραξε την μητέρα της. Τότε αι δύο ομού ανέκάλυψαν το σώμα της μικρός κόρης επιπλέον ή μάλλον βυθισμένον ήδη εντός του ύδατος». Η Κρινιώ ήτον εντελώς ειλικρινής βεβαιούσα τ' ανωτέρω.

Άμα εισήλθε, τεταραγμένη, έβαλε το μάνδαλον και τον σύρτην. — Μαρουσώ, είσ' επάνω; έκραξε με σιγανήν, αλλά συριστικήν φωνήν, ανερχομένη την σκάλαν. Μία γυνή κοντούλα, ροδοκόκκινη, εξήλθεν από την θύραν ενός θαλάμου, κ' επαρουσιάσθη μειδιώσα, αλλά και ανήσυχος το βλέμμα. — Πούαυτόν τον κόσμο, θεια Χαδούλα; ηρώτησε.

Τότε με μιας η κάμαρα σκοτείνιασε και πάλι· κ έκραξε αυτός τους δούλους του, που ύπνο βαρύ εκοιμώνταν «Φέρετε φως, ανάψτε φως από τη σκάρα αμέσως »και σύρετε τα δυνατά τα μάνταλα απ' τις θύρες». «Εκείνος κράζει· ατρόμητοι δούλοι του σηκωθήτε». Είπεν αυτή που στις σκληρές μυλόπετρες κοιμώταν. Κ' ήρθαν οι δούλοι βιαστικά και μ' αναμμένους λύχνους, κ' εγέμισεν η κάμαρα.

Δόξα εις το όνομά του! έκραξε χορός φωνών. — Ο Λίνος; Αλλά δεν ήκουσε την απάντησιν, διότι ελιποθύμησεν εξηντλημένος εκ των αγώνων. Όταν συνήλθεν, ευρίσκετο εις ένα κήπον του Κοδετάνου, περιστοιχούμενος υπό γυναικών και ανδρών, και αι πρώται λέξεις, τας όποιας ηδυνήθη να προφέρη υπήρξαν: — Πού είναι ο Λίνος;