United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Βινίκιος ώρμησε προς αυτούς: — Πού είναι η Λίγεια; έκραξε με τρομεράν φωνήν. — Άααχ! Ο Γύλων επροχώρησε και εσπευσμένως με φωνήν πλήρη άλγους: — Ιδέ το αίμα, κύριε! Την υπερησπίσθημεν! Ιδέ το αίμα, κύριε! Ιδέ το αίμα! Δεν επρόφθασε να τελειώση. Ο Βινίκιος με μίαν ορειχάλκινον λυχνίαν είχε κατασυντρίψη το κρανίον του δούλου.

Ο βασιλεύς ευθύς έστειλε και μας έκραξε, και μας εφανέρωσε την ζήτησιν του βασιλέως της Κασγάρ. Ο Φατζέλ και εγώ διά να μη παρακούσωμεν το πρόσταγμα του βασιλέως μας εκλίναμεν εις τον ορισμόν του, με όλον που αυτό το ταξείδι ήτον εναντίον της θελήσεώς μας.

Έτσι είπε η σεβαστή θεά και την πηγαίνει μέσα. Εκεί ασημόκαρφο θρονί της έδωκε να κάτσει, πλούμιο ώριο, πούχε και σκαμνί για τα ποδάρια κάτου. 390 Έπειτα πήγε κι' έκραξε τον Ήφαιστο και τούπε «Ήφαιστε, η Θέτη εδώ η θεά μάς ήρθε και σε θέλει

Έστεκεν εις το έμβασμα τούτου του φοβερού σπηλαίου ένα θηρίον, του οποίου με τι τρόπον να περιγράψω την ασχημοσύνην του· εστοχάσθηκα ότι και αυτό θα είνε ένας Αφρικός, επειδή και επαρομοίαζε κατά πολλά εκείνα που είχα ιδεί· το οποίον ήτο δεμένον με χοντρές αλυσίδες· και ωσάν με είδε, με έκραξε με μίαν φωνήν, που επαρομοίαζε την βροντήν.

Βέβαια, αν ήτο να στολίζη η λύπη κάθε πρόσωπον, καθώς το ιδικόν της, τότε θα ήτο λατρευτόν κειμήλιον η λύπη! ΚΕΝΤ Κ' ερώτησιν δεν έκαμε; ΙΠΠΟΤ. Μίαν φοράν ή δύο βαθειά βαθειά εστέναζε και είπε, «Ω πατέραωσάν να της επλάκωνε η λέξις την καρδιάν της. «Ω αδελφαί μου, έκραξε, ω! ήτο εντροπή σας! »ω Κεντ! Πατέρα! Αδελφαί! 'Σ την τρικυμίαν μέσα, »την νύκτα!

Αυτή από τον φόβον της έκραξε μεγάλως, και εγώ εν τω άμα έγινα άφαντος. Πλην εσύ βασιλέα μου, ηξεύρεις τα επίλοιπα, και δεν μου λείπει άλλο, παρά να σου φανερώσω διατί σήμερον επήρα την μορφήν της βασιλείας σου.

Και ούτω λέγοντας έκραξε τον χρεωφειλέτην, και η Ρεσπίνα του εμέτρησε τα πενήντα φλωριά, και ελευθερώθη ευθύς εκείνος ο νέος. Όλος ο λαός εξεστηκώς εις την γενναιότητα της ξένης έτρεξε πλακώνοντας ένας τον άλλον, διά να ιδούν ποία ήτον αυτή.

Τότε η καρδία του Σίμωνος Πέτρου ενθέρμως ωμίλησε και δι' όλους τους λοιπούς. «Κύριε, έκραξε, προς τινα πορευσόμεθα; &Ρήματα ζωής αιωνίου έχεις.& Και εγνώκαμεν και πεπιστεύκαμεν ότι Συ ει ο Άγιος του Θεού». Ήτο μεγάλη ομολογία, αλλά κατά την πικράν εκείνην στιγμήν η καρδία του Ιησού ήτο βαρέως τεθλιμμένη, και μόνον απήντησεν: «Ουχ υμάς τους δώδεκα εξελεξάμην, και είς εν υμίν διάβολος

Ο δε βασιλεύς ήτον πολλά εκστατικός διά την μεγάλην ευμορφάδα της θυγατρός του, και δεν ημπορούσε να ξεκολλήση από το να την χαίρεται· μα αυτή η χαρά του δυστυχούς ολίγον του εφτούρησεν επειδή και εις το αναμεταξύ που την εκύτταζεν, ιδού και εμβαίνει εις εκείνον τον χοντζερέ μία σκύλα άσπρη πολλά μεγάλη με το στόμα ανοικτόν, την οποίαν η Κεριστάνη βλέποντάς την έκραξε, λέγοντάς της· έπαρε τούτην την μικράν κόρην απ' έμπροσθέν μου· ότι δεν ημπορώ να την υποφέρω· και η σκύλα ευθύς επλησίασε, και παίρνοντας με τα δόντια την κόρην έφυγε με μεγάλην ορμήν.

Αλλά διά να μη απομακρυνθή, θα περιορισθή σήμερον εις τον παλαιόν του περίπατον. θα υπάγη εις τα Βαπόρια. Έκραξε λοιπόν την Φλουρούν και είπε προς αυτήν ότι δεν θ' αργήση να επιστρέψη, αλλ' εάν εν τω μεταξύ έλθη ο Κ. Λιάκος, να τον στείλη εις τα Βαπόρια.