Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Ο Ραβά βλέποντας ότι η νύμφη του δεν ωργίσθη, αλλά γλυκά τον ερμήνευε, δεν έχασε την ελπίδα του διά να την παραιτήση, όθεν γενόμενος πλέον τολμηρός της είπεν· «ω κυρά μου, ό,τι και αν ήθελες μου ειπή επάνω εις ετούτην την υπόθεσιν, είνε ανωφελές, άκουσον καλύτερα τους στεναγμούς μου και ευχαριστήσου εις την αγάπην που σου προσφέρω, και ας συμφωνήσωμε μαζή διά να είνε και η αγάπη μας κρυφή, και έτσι θέλομεν είσται αποσκεπασμένοι και έξω από κάθε κατάκρισιν.» Α μιαρέ και άνομε, εφώναξεν η Ρεσπίνα επάνω εις αυτό, μη ημπορώντας πλέον να χαλινώση τον θυμόν της, εσύ δεν πάσχεις παρά να κρύψης την ανομίαν σου εις τα μάτια του κόσμου· δε φοβάσαι άλλο, παρά να μην ήθελες ατιμασθή από τον κόσμον και δεν στοχάζεσαι με κανέναν τρόπον την ατιμίαν, που γυρεύεις να κάμης εις τον αδελφόν σου και την παρόργισιν του ουρανού, ο οποίος βλέπει καλώτατα το έσωθεν της καρδίας σου; παύσε από το να ελπίζης τέτοιον πράγμα· ήθελον ποθήσει τον θάνατον καλύτερον χίλιες φορές, παρά που να ευχαριστήσω το παράνομον πάθος σου.
Ο Αράπης με όλον που ήτο κλέπτης επαρακινήθη εις σπλάγχνος, και ξεπεζεύοντας έβγαλε την Ρεσπίναν από τον λάκκον και την έβαλεν οπίσω από το άλογόν του, και καβάλλικεύοντας και αυτός εμίσευσεν. Αυθέντη του λέγει η Ρεσπίνα, που έχεις να υπάγης; εις την τένταν μου, απεκρίθη αυτός, η οποία δεν είναι πολλά μακρυά.
Η Ρεσπίνα ηρώτησεν έναν, διά ποίαν αιτίαν τον έφερναν να τον κρεμάσουν και εκείνος της είπε, με το να είχε χρέος και δεν το επλήρωνεν· επειδή και η συνήθεια της πολιτείας ήτον, να κρεμούν εκείνους, που δεν πληρώνουν τα χρέη τους.
Η γυναίκα του Αράπη με όλον που και αυτή ησθάνετο ένα ζωντανόν πόνον διά την σφαγήν του υιού της δεν ημπορούσε να βεβαιωθή, ότι η Ρεσπίνα ήτον αρκετή να κάμη ένα τέτοιο πράγμα, που της το έρριχναν επάνω της, όθεν λέγει του ανδρός της, ότι ήτον καλύτερον να την διώξη παρά να την θανατώση, μην ηξεύροντας βέβαια πως αυτή ήτον υπεύθυνη.
Και ούτω λέγοντας έκραξε τον χρεωφειλέτην, και η Ρεσπίνα του εμέτρησε τα πενήντα φλωριά, και ελευθερώθη ευθύς εκείνος ο νέος. Όλος ο λαός εξεστηκώς εις την γενναιότητα της ξένης έτρεξε πλακώνοντας ένας τον άλλον, διά να ιδούν ποία ήτον αυτή.
Η Ρεσπίνα μ' όλο που ήτον θυμωμένη με την τόλμην του ανδραδέλφου της, του ωμίλησε με γλυκά λόγια, και τον επερικάλεσεν, να μην της ήθελε πλέον μιλήση τέτοια λόγια, παραστάνοντάς του την καταφρόνησιν και αισχύνην, που έκανε του αδελφού του, και τον ολίγον καρπόν που ήθελεν απολαύσει δι' αυτούς τους μιαρούς του στοχασμούς.
Η Ρεσπίνα βλέποντας την καλήν της καρδίαν της είπεν· α κυρά μου, σε ευχαριστώ διά τες γενναίες χάρες· βλέπω καλά, ότι ο ουρανός δεν ηθέλησε να με απαρατήση να χαθώ, κάνοντάς με να τύχω εις ανθρώπους τόσον ευσπλαγχνικούς· όθεν παρακαλώ, κάμε μου την χάριν να σταθώ εις το σπήτι σου, δος μου ένα μικρόν τόπον εις τον οποίον ήθελα περάση τες ημέρες μου προσευχομένη δι' εσάς.
Η Ρεσπίνα, αφού και εμίσευσαν εκείνοι, ήτον όλη χαρούμενη· και ετραβήχθη εις τον χοντζερέ της με τη Χαλάκ, διά να συμβουλευθή επάνω εις τα ιατρικά, με τα οποία έμελλε να ιατρεύση τους ασθενείς.
Και ούτω μετά την απόφασιν επρόσταξε τον Αναΐπην του, και επήγε και επήρεν από το σπήτι της την Ρεσπίναν, και την έφεραν έξω από την χώραν πέντε μίλια μακρυά, και εκεί έκαμε να την θάψουν έως τον λαιμόν, μένοντας μόνον το κεφάλι της έξω από την γην και εκεί την άφησε διά να αποθάνη. Η πτωχή Ρεσπίνα το λοιπόν έστεκεν εις εκείνον τον ανάμερον τόπον εις την άνωθεν κατάστασιν.
Πολλά εχάρηκεν η Ρεσπίνα εις τα όσα της έταξεν η αγαπημένη της, και πολλά της άρεσε που έμαθε, πως αυτή έχει ένα τέτοιον ιατρικόν θαυμαστόν, με το οποίον να ημπορή να ιατρεύη κάθε αρρώστιαν και κακόν. Επρόσταξε αυτή δι αυτό να κτίσουν ξενοδοχεία και νοσοκομεία διάφορα διά τους αρρώστους, που ήθελον συντρέξει εις αυτό το νησί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν