United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και καθώς ήτανε συνήθιο στη γιορτή του Διόνυσου και στο φτιάσιμο του κρασιού, είχανε φωνάξει για να βοηθήσουνε και γυναίκες από τακοντινά χτήματα· αυτές έρριχναν τα μάτια τους επάνω στο Δάφνη και τον επαινούσαν, πως μοιάζει με το Διόνυσο στην ομορφιά· και κάποια από τις πιο τρελλές, τον εφίλησε κι όλας κ' έκανε το Δάφνη να ερεθιστή και τη Χλόη να λυπηθή.

Εγώ τότε λαμβάνοντας όρεξιν να δοκιμάσω την γεύσιν και την ποιότητα των μοσχοκαρυδιών, άρχισα να ρίχνω πέτρες υψηλά εις τα κλωνάρια, με σκοπόν διά να γκρεμίσω μοσχοκαρυδα· αλλ' οι πίθηκοι που ήσαν υψηλά εις τα κλωνάρια, όταν είδαν να τους λιθοβολώ, εσύναζαν όσα καρύδια είχε το δένδρον, και τα έρριχναν κάτω· και όσον εγώ έρριχνα πέτρες επάνω, τόσον εκείνοι έρριχναν τα καρύδια κάτω.

Η αλήθεια όμως ήταν πως πολλοί από αυτούς όχι κλήμα αλλά νησί ολάκερο ημπορούσαν ν' αποχτήσουν με τα χρήματά τους. Και όμως όλα τα έρριχναν στη θάλασσα. Άμιλλα είχαν ποιος να χτίση μεγαλείτερο καράβι· ποιος να πρωτογίνη καπετάνιος. Κι' εγώ που άκουα συχνά τα λόγια τους κ' έβλεπα τόσο αντίθετα και ασύμφωνα τα έργα τους δεν ημπορούσα να λύσω το μυστήριο.

Ως που με άρπαξαν τα παληκάρια και οι λυγερές κ' εβγήκαν στο Βληχό να παίξουν κλωτσοσκούφι. Εδώ μ' έρριχναν εκεί μ' επετούσαν ολημερίς. Κ' εγώ ολημερίς, με τα μάτια ορθάνοιχτα, έβλεπα γύρω τη Φύσι να σκορπίζη άφθονους τους τροφαντούς χυμούς της, κάτω από τα ζεστά του μαγιάπριλου αγκαλιάσματα.

Γύρισε, φοβιτσάρη, να ιδής τον εαυτό σου. Καθρέφτη σούκαμα να καθρεφτίζεσαι μέσα. Ο Δημητράκης γύρισε αργάαργά και κύτταξε πάλε το κέντημα. Ήταν κίτρινος σαν το φλωρί· τα μάτια του έρριχναν παράξενες αστραπές. Τα μαλλιά πεσμένα στο μέτωπό του τον έδειχνε σαν να σηκώθηκε από αρρώστεια πολυκαιρινή. Τα χείλη του άσπρα έτρεμαν από τη συγκίνηση.

Οι άντρες δεν εκβαλίκεψαν. Ένας απ' αυτούς, ο νιόγαμπρος, είχε αγοράσει ένα πιστόλι, κι ανεβαίνοντας όλοι μαζή απάνου από το δρόμο, στους όχτους, έρριχναν στα πουρνάρια μ' αυτό, δοκιμάζοντά το πόσο έκοφτε, Εγώ μοναχά ακολουθούσα τες γυναίκες, — τη νιόνυφη και τη δασκάλα, — κι ο αγωγιάτης, που χάζευε κι αυτός με το πιστόλι από μακριά κ' έμνησκε πίσω πίσω.

Παιδιά έτρεχον καθ' οδόν προς αυτόν· ήθελαν να του προσφέρουν εμπόρευμα· έν από αυτά του προσέφερε τριαντάφυλλον των Άλπεων· ο Ρούντυ εξέλαβε το ρόδον καλόν σημείον και ο νους του επήγεν εις την Μπαμπέτταν. Μετ' ολίγον επέρασε την γέφυραν, όπου ενώνονται αι δύο Λουτσίναι· τα φυλλοφόρα δένδρα ήσαν πυκνότερα εδώ, και η καρυδιές έρριχναν σκιάν.

Ημείς ευθύς που τους είδαμεν, εν τω άμα εμβήκαμεν εις τας καλαμωτές μας και με τα κουπιά εξεμακρύναμεν από το περιγιάλι. Εκείνοι άρπαξαν μεγαλώτατες πέτρες και έρριχναν εναντίον μας με τόσην δύναμιν και ορμήν, που έφθαναν η πέτρες έως ημάς, και εκαταβύθισαν όλες τες άλλες καλαμωτές, έξω από την ιδικήν μας και όσοι ήσαν επάνω εις εκείνας επνίγησαν.

Η γυναίκα του Αράπη με όλον που και αυτή ησθάνετο ένα ζωντανόν πόνον διά την σφαγήν του υιού της δεν ημπορούσε να βεβαιωθή, ότι η Ρεσπίνα ήτον αρκετή να κάμη ένα τέτοιο πράγμα, που της το έρριχναν επάνω της, όθεν λέγει του ανδρός της, ότι ήτον καλύτερον να την διώξη παρά να την θανατώση, μην ηξεύροντας βέβαια πως αυτή ήτον υπεύθυνη.

Έπειτα, ορμώντας ξαφνικά από το μέρος που παραμόνευαν, άρπαξαν μια συνοδεία αμάξια του κόμητος Ριόλ. Απ' αυτή τη μέρα, αλλάζοντας πονηρίες και αντρεία, έρριχναν κάτω της σκηνές του, χτυπούσαν της εφοδιοπομπές, σκότωναν τους άντρες, και ποτέ δεν εγύριζαν στο Κάρχαιξ χωρίς να φέρουν κάποια λεία.