United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέσα εις τούτο υπήρχε πλήθος πολλών και πυκνών οικιών, η δε διώρυξ και ο μεγαλύτερος λιμήν ήτο γεμάτος από πλοία και εμπόρους, οι οποίοι έφθαναν από όλα τα μέρη του κόσμου και οι οποίοι επροξένουν ένεκα του πλήθους των φωνάς και θόρυβον και κρότον και την ημέραν και την νύκτα.

Ενώ έζησαν πάντοτε επί της γης και ουδόλως υπερέχουν ημάς τους άλλους οι οποίοι βαδίζομεν εδώ κάτω, αλλ' ούτε η όρασίς των είνε οξυτέρα και μερικοί μάλιστα από γήρας και οκνηρίαν δεν καλοβλέπουν, όμως έλεγαν ότι βλέπουν τα πέρατα του ουρανού, εμετρούσαν το μέγεθος και την απόστασιν του ηλίου, έφθαναν εις τα διαστήματα τα υπεράνω της σελήνης και ως να έπεσαν από τα άστρα ωμίλουν διά τα μεγέθη και τα σχήματά των.

Και οι μεν Αμφιπολίται παρέδωκαν την πόλιν τοιουτοτρόπως, ο δε Θουκυδίδης και τα πλοία κατέπλευσαν εις την Ηιόνα περί το εσπέρας της ιδίας εκείνης ημέρας. Και την μεν Αμφίπολιν προ ολίγου είχε καταλάβει ο Βρασίδας, την δε Ηιόνα μία νυξ εχρειάζετο, διά να καταλάβη επίσης· διότι, εάν τα πλοία δεν έφθαναν ταχέως εις βοήθειαν, η πόλις αύτη θα εκυριεύετο άμα τη πρωία.

Ο πολίτης δεν ήτον ο δραγάτης τον οποίον είχεν αφήσει οπίσω, με τον ένα χωροφύλακα, ήτον άλλος, κ' εφόρει φράγκικα. Αυτή λοιπόν ήτο η ενέδρα, την οποίαν είχεν υποπτεύσει ευλόγως αυτή, με την οποίαν ηθέλησαν να την βάλουν εις τα στενά; Ιδού ότι τώρα την έφθαναν. Η Φραγκογιαννού έτρεξεν, έκαμε τον σταυρόν της, κ' επάτησεν επάνω εις το πέρασμα της άμμου. Η άμμος ήτον ολισθηρά.

Κι' απ' την ημέρα που φανερώθηκε στο χωριό, περπατούσε πάντα μονάχος και πάντα έρημος στα χωράφια και τις ακροποταμιές. Τα παιδιά μόλις τον ένοιωθαν τον παίρνανε από πίσω. «Αι! Αι! ο τρελλός»... Αυτός όμως τραβούσε το δρόμο του αδιάφορα και τα παιδιά δεν μπορούσανε να τον φθάσουν. Κι' όταν τον έφθαναν τους έπιανε τέτοιος φόβος, που γύριζαν πίσω.

Ημείς ευθύς που τους είδαμεν, εν τω άμα εμβήκαμεν εις τας καλαμωτές μας και με τα κουπιά εξεμακρύναμεν από το περιγιάλι. Εκείνοι άρπαξαν μεγαλώτατες πέτρες και έρριχναν εναντίον μας με τόσην δύναμιν και ορμήν, που έφθαναν η πέτρες έως ημάς, και εκαταβύθισαν όλες τες άλλες καλαμωτές, έξω από την ιδικήν μας και όσοι ήσαν επάνω εις εκείνας επνίγησαν.

Προ πάντων όμως τους έφερεν εις πλείστην αθυμίαν η παρά πάσαν προσδοκίαν χρονοτριβή, διότι κατ' αρχάς είχαν πιστεύσει ότι έφθαναν ολίγαι ημέραι, διά να υποτάξουν ανθρώπους πολιορκουμένους εις νήσον έρημον και πίνοντας αλμυρόν ύδωρ.

Ήτο όλος αλίμενος, ονειρώδης τόπος, θεσπέσιον πέλαγος, το κράτος του Βορρά. Τα κύματα εδολιχοδρομούσαν, όλην την ημέραν, από όρθρου βαθέος μέχρι δειλινούεις όλην την βόρειον Άσπρην θάλασαν, ανάμεσα στα Μπογάζια και τον Όλυμπον, τον Άθωνα και το Γρυπονήσι, και κοντά το βράδυ μόλις έφθαναν εις το τέρμα διά να ξεσπάσουν και αναπαυθούν στο Κάστρο του Βορρηά.

Και ύστερ' απ' αυτά τα χαρίσματα της Μοίρας, ύστερ' απ' αυτά τα θεϊκά δώρα, μία ακατανόητη ψυχρότητα, μία αδιαφορία, μία απάθεια, μία αναισθησία μαρμάρου . . . Τα μάτια της είχαν τόση έκφρασι, τόση ζωή μέσα τους, οπού έφθαναν να ζωογονήσουν εκατό νεκρές καρδιές γύρου τους!

Λοιπόν κατά τους λόγους σου, ω εξοχώτατε Ευθύφρον, και από τους θεούς άλλοι άλλα πράγματα, θεωρούν δίκαια και άδικα και έντιμα και άνομα και καλά και κακά. Διότι δεν θα έφθαναν, φρονώ, εις στάσεις και μάχας αναμεταξύ των, εάν δεν εφιλονικούσαν δι' αυτά. Δεν είναι έτσι βέβαια; Ευθύφρων. Πολύ σωστά ομιλείς. Σωκράτης.