United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' αφού ήρχισεν η χάραξις της οδού της μελλούσης, ως ελέγετο, ν' απολήξη εις Χρούσα, ο Κύριος καθηγητής, αντί του τετραπλού καθ' εκάστην γύρου του εις τον περιωρισμένον και μόνον έως τότε περίπατον εκείνον των Ερμουπολιτών, έφερε τα βήματά του εις την νέαν οδόν.

Το κύμα δε το μελαψό καταβροντούσε γύρου Εις την τροπίδ' του καραβιού, οπού περιπατούσε· Κι' αυτό τους δρόμους σχίζοντας, έτρεχ' απάν' 'ς το κύμα. Λοιπόντο μέγα στράτευμα των Αχαιών σαν πήγαν, Ετράβιξαν εις την στεριάν το μελανό καράβι Ψηλάτον άμμον κ' έβαλαν στυλώματ' αποκάτω· Κ' εσκόρπισαν εις ταις σκηναίς αυτοί, καιτα καράβια.

Ήμουνε κάτω στα λιβάδια, διηγήθη ο Καπετάνιος, και μιαν κοπανιά μέρα μεσημέρι αρχίζει κεσκοτίνιαζε ο κόσμος, κ' εγίνηκε σκότος, σαν να νύχτιασε. Ξανοίγω τον ήλιο και θωρώ μια μαύρη βούλα, και γύρου γύρου άστρα. Σαν τη νύχτα δε σάςε λέω; Κιαρχίζουν και τα βούγια να μουγκαλιούνται κοι σκύλοι να κλαίνε.

Έπρεπε ν' αναχωρήσωμεν, όχι χάριν των προλήψεων και των φόβων του εξαδέλφου μου, αλλά χάριν της θυγατρός του Κ. Μελέτη. Αλλά πώς ν' αναχωρήσωμεν; Μετά πολλά ευρέθη η ζητουμένη διέξοδος. Το ατμόπλοιον διά του οποίου ήλθομεν εις την νήσον επέστρεφεν εκ του γύρου του την νύκτα της μεθαύριον.

Μες στις ρούγες βρουχισμός και γύρου μάντρες από πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουν, οι άντρες σφάζονται απ’ τους άντρες κι άθλια σκούζοντας τα βρέφη που σκοτώνουν με το αίμα το βυζί που πίνουν βρέχουν.

Άξαφνα καινούργια λάμψι γύρου χύνεται, Σιέται του χωριού το πλήθος, κυματίζεται, Και σαν σύγνεφα μεριάζει και ξανοίγεται Που περνάει λαμπροντυμένο τ' αστραπόβροντο, Και διαβαίνει ανάμεσά του κι' όλο χαιρετά Λυγερή καμαρωμένη και περίμορφη.

Και άμα τον λόγον άκουσε κινήθη ο χοιροτρόφος, σιμά του εστάθη κ' είπε του• «Ω ξένε μου πατέρα, η Πηνελόπ' η φρόνιμη σε προσκαλεί, η μητέρα του Τηλεμάχου, ότ' η ψυχή, και πικραμένη ως είναι, την βιάζει ως προς τον άνδρα της κάτι να σ' ερωτήση. 555 και, ανόσα ειπής σ' εύρη αληθή, χλαμύδα και χιτώνα θε να σ' ενδύση, και απ' αυτά μεγάλην έχεις χρεία• και την κοιλία δύνασαι γύρου ψωμοζητώντας να βόσκης, και όποιος βούλεται ψωμί θέλει σου δώση».

Πιάνοντ' όλοι χέρι χέρι. Τα τραγούδια τους Και ταις πέτραις ζωντανεύουν. Γύρου οι γέροντες Καθισμένοι αράδα-αράδα τους κυττάζουνε Και γλυκά τους καμαρώνουν και κρυφά κρυφά Ζευγαρώνουν κάθε νηό με κάθε κόρη τους. Κι' ο χορός και το τραγούδι πάν' αδιάκοπα. Λυγεραίς και παλληκάρια σειούνται και λυγούν Και 'ςτούς κύκλους όπου πλέκουν αγναντεύονται Και κρυφά γλυκοτηριούνται και γνωρίζονται.

Δε θα ’ταν βέβαια του γλυκού νερού ο τεχνίτης που τέτοια σκάλιξε δουλειά σ’ αυτήν επάνω: τον Τυφώνα που βγάζει από το στόμα φλόγες με καπνό μαύρο, της φωτιάς το στριφτό αδέρφι° και γύρου μ’ αρμαθιές είναι στρωμένο φείδια της κοιλοτούμπανής του ασπίδας το στεφάνι.

Έναν καιρό θυμούνταν Βολές βολές 'στό σκάρο τους τα περασμένα χρόνια Κ' έλεγαν της Τζαβέλενας, του Μάρκου τα τραγούδια, Και τα κλαριά, ανετρίχιζαν, δακρύζαν αίμα οι βράχοι Πέρα και γύρου όπ' άκουγαν για τους παλιούς των φίλους.