United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΜΥΝΙΑΣ Θηριό; μα και τι θέλεις νάνε άλλο, που μέρα, μήνας και καιρός περνάει κι' όλω το χρήμα, δος του και γεννάει; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Λαμπρά! για πες μου: είνε τώρα τα νερά της θάλασσας περσσότερ' απ' άλλη φορά; ΑΜΥΝΙΑΣ Μα το θεό, η θάλασσα είν' ίση• δεν είνε δίκηο πράμα ν' αυγατίση. ΑΜΥΝΙΑΣ Μ' αυτό είνε πολύ μεγάλη προσβολή!

Πώς σκύλοι ομπρός στα πρόβατα κακονυχτάν σε στρούγγα, αν νιώσουν αιματόχαρο θεριό που το λαγκάδι περνάει στα όρη, και πολύς από βοσκούς και σκύλους 185 κρότος κι' αχός, και δε σφαλνούν το μάτι μια στιγμούλα· έτσι κι' αφτών στα βλέφαρα δεν τους κατέβαινε ύπνος π' όλη τη νύχτα φύλαγαν, τι είχαν το νου τους πάντα κατά τον κάμπο άμα άκουγαν ροβολητό των Τρώων.

Θα διαπεράσης θάλασσαις, ψηλά βουνά και κάμπους, Θα διαπεράσης σύγνεφα και θε να πας πουλί μου, 'Στά στοιχειωμένα τα βουνά που πάντα ανοιγοκλειούνε Κι' οπού τ' αθάνατο νερό περνάει ανάμεσά τους. Πέτα γοργό μέσ' 'ςτ' άνοιγμα, πάρε νερό και φεύγα. Πετάει εκείνο και γοργό με το νερό γυρνάνει, Και το σταλάζει ανάλαφρα 'ςτ' αραδιαστά κομμάτια. Κ' εκεί που πέφτει το νερό, κολλούν και ζωντανεύουν.

Αύριο, σου λέει, ξέρω τι γίνεται; Περνάει το βασιλόπουλο, τη βλέπει και της λέει «πάμε!...» Τι θα ειπής τότε του λόγου σου; Η κυρία Μαχαλά ξέσπασε από το θυμό στα γέλοια. — Μα τότε λοιπόν είνε παλαβή! είπε. — Όχι, κυρία· δεν είνε παλαβή· μη φοβάσαι. Έτσ' είνε ο νους της φτιασμένος· στις δόξες πάει. Μα για δουλειά και για σπίτι είνε μάννα! Καιπού είσαιούτε θα γυρέψη να βγη όξω.

Α, ναι, αυτές τις μέρες ακριβώς, όταν κάθομαι να γνέσω, μου φαίνεται ότι ακούω ποδοβολητά αλόγου… Να τος, είναι εκείνος, που πάει στο πανηγύρι, καβάλα στο μαύρο του άτι, με τα δισάκια γεμάτα…. Περνάει και με χαιρετά: Ποτόι, έρχεσαι καβάλα; Εμπρός, ξελογιάστραΣυγκινημένη μιμούνταν τη φωνή του ευγενούς νεκρού.

Τέλος πάντων, αποφάσισα. Εντάξει, δεν το αρνιέμαι: η Νοέμι είναι ωραία και μου αρέσει, πάντα μου άρεσε, για να σου πω την αλήθεια. Τι τα θέλεις όμως; Η ζωή περνάει κι εμείς την αφήνουμε να τρέχει σαν το νερό στο ποτάμι, και μόνο όταν την χάνουμε καταλαβαίνουμε ότι μας λείπει.

Από την κεριακή αξούριστος, αγουροπρησμένα τα μάτια του με την ξαγρυπνιά, σα νυχτοκλέφτης φαινότανε. Περνάει απόδιπλ' από του Μιχάλη, ανταμώνει ένα του άνθρωπο παραόξω που μάζευε καψόξυλα για τη φωτιά της Μιχάλαινας, και τονε στέλνει να πάη να φωνάξη τον αδερφό του. — Μα, αφέντη, κάνει ο δουλευτής, λογιάζοντας ολόγυρα στον αέρα και θέλοντας να πη πως δεν καλοξημέρωσ' ακόμα.

Φορέματ' άσπρα, Κι' άσπρη με χάρι, Όλη φεγγάρι Βαθιάς νυχτός· Λες κι' είναι εκείνη, Οπού του δίνει Λάμψι και φως. Περνάει σιμά μου, Και με κυττάζει, Γλυκά με κράζει, Και μου μιλεί. Έλα πουλάκι Μες το κλουβάκι· Ξένο πουλί. Έμπα μου λέγει, Έμπα το ξένο, Το πικραμένο Ν' αναπαυθής. Για να καθήσης Να ξενυχτήσης, Να μη χαθής.

Νιόθω κάψι στο κορμί μου· Πήρες κρύο, στη ζωή μου, Και το πήρες την αυγή· Κάμε αρχή φλεβοτομή σου, Και κατόπι καθαρή σου· Σου περνάει, δεν αργεί. Αμ τα τεχνικά του χέρια, Για βεντούζαις, για μαχαίρια, Πού είμ' άξιος να ειπώ! Τα αφίνω. τι απεικάζω, Σε κεφάλι δεν τα βγάζω. Όμως δυο δεν τα σιωπώ.

Που όθε περνάει ατέλειωτον λάκκον ανοίγει, μνήμα. Μα κάπουκάπου βρίσκεταιτου πελάου το στρώμα Κάθε θεόχτιστο κοντρί, κανένας μέγας βράχος, Βράχος θαλασσομάχος, Που κάθε κύμα πώρχεται με αφρισμένο στόμα Για να πνίξητο βυθό το σχίζει, το σκορπάει, Και ξεγδαρμένο, σκέλεθρο, κομμάτια αυτό βογγάει. Ο βράχος μένει ατάραχος, ορθός, ξεσκεπασμένος.