United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχα πάρει, — θυμάμαι σαν τώρα — , το τραγούδι που λέει, πως ένα παλληκάρι γυρνώντας νύχτ' από τον πόλεμο που πολεμούσε κι από τη βίγλα που φύλαε, έπεσε να βρη λίγον ύπνο στην αγκαλιά της αγάπης του, κι αυτή μόλις χάραξε η ανατολή κι άρχεψαν τους κελαϊδισμούς η πέρδικες και τ' αηδόνια, του φώναζε να τον ξυπνίση, ν' αγκαλιάση το κυπαρισσένιο της το κορμί και να φιλήση τον αμάλαγο κόρφο της και τον παρθενικό λαιμό, πούτον άσπρος σα χιόνι και δροσερός σαν το κρυόνερο πώρχεται από τα κορφοβούνια.

Την ηύρε μοναχή και της είπε: «Βασίλισσα, ο Τριστάνος είναι εδώ. Τον είδα στον παραμελημένο δρόμο πώρχεται από το Τινταγκέλ. Τρεις φορές τον κάλεσα να σταθή, ξορκίζοντάς τον στ' όνομα της Ιζόλδης της Ξανθής. Μα τον είχε πιάσει φόβος, και δεν τόλμησε να με περιμένη. — Ψέμματα και τρέλλες λέτε, ωραίε άρχοντα.

Αλλά, αγάλι! κύττα εκεί, 'πώρχεται πάλιν! Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ ΟΡΑΤΙΟΣ Θα το σταυρώσω, και ας με κάψη. — Στάσου, απάτη! Τα δώρο αν έχεις της φωνής ή κάποιον ήχον, ομίλησέ μου! Αν τι καλό μπορεί να γίνη οπού να φέρη ανάσασινεσέ, 'ς τον εαυτόν μου χάριν, ομίλησέ μου! Αν της πατρίδος σου να πλέκ' η μοίρα ηξεύρεις κακό, 'πού αν το προμάθ' ημπόρειε ν' αποφύγη, ομίλησε!

Που όθε περνάει ατέλειωτον λάκκον ανοίγει, μνήμα. Μα κάπουκάπου βρίσκεταιτου πελάου το στρώμα Κάθε θεόχτιστο κοντρί, κανένας μέγας βράχος, Βράχος θαλασσομάχος, Που κάθε κύμα πώρχεται με αφρισμένο στόμα Για να πνίξητο βυθό το σχίζει, το σκορπάει, Και ξεγδαρμένο, σκέλεθρο, κομμάτια αυτό βογγάει. Ο βράχος μένει ατάραχος, ορθός, ξεσκεπασμένος.

Μα το πλεούμενο αρμένιζε σα να είχε δική του ψυχή και δική του κυβέρνια. Μην είνε τάχα το μαγεμένο καράβι πώρχεται να πάρη άθελα το βασιλόπουλο και να κάμη χήρα την Πεντάμορφη ; Εκείνη τ' αγναντεύει από το παραθύρι κ' η θλίψη φυτρώνει σαν τσουκνίδα στην καρδιά της. Το βασιλόπουλο μπήκε σε πειρασμό· θέλει να κατεβή για να μάθη το μυστικό του καραβιού.

Καμμιάν φοράν εις αυλικού παρασκαλόνει μύτην, και εύνοια βασιλικήτον ύπνον του μυρίζει. Αυτ' είν' η στρίγλα πώρχεται την νύκτα, και πλακόνει τας νέας, όταν κείτονται ανάσκελατην κλίνην, και τας γυμνάζει να βαστούν των γυναικών το βάρος· αυτ' είν' εκείνη.... ΡΩΜΑΙΟΣ Σώπαινε, Μερκούτιέ μου, σώπα, και διά τίποτε λαλείς.

Είχα πάρη, — θυμάσαι σαν τώρα —, το τραγούδι που λέει, πως ένα παλληκάρι γυρνώντας νύχτ' από τον πόλεμο που πολεμούσε κι από τη βίγλα που φύλαε, έπεσε να βρη λίγον ύπνο στην αγκαλιά της αγάπης του, κι αυτή μόλις χάραξε η ανατολή κι άρχεψαν τους κελαϊδισμούς η πέρδικες και τ' αηδόνια, του φώναζε να τον ξυπνίση, ν' αγκαλιάση το κυπαρισένιο της το κορμί και να φιλήση τον αμάλαγο κόρφο της και τον παρθενικό λαιμό, πούταν άσπρος σαν χιόνι και δροσερός σαν το κρυόνερο πώρχεται από τα κορφοβούνια.

Αλλ' ότε οπίσω αφήσαμε την νήσο των Σειρήνων, καπνό και κύμα είδα τρανό, και άκουσα μέγαν κτύπο• τρόμαξαν, και απ' τα χέρια τους έφυγαν τα κουπία, 'που εβρόντησαντην θάλασσα' και το καράβι εστάθη, τι πλειά δε τό' βιαζαν κουπιά και ανδρειωμένα χέρια. 205 κ' εγώτο πλοίο γύριζα και τους συντρόφους όλους από κοντά συμβούλευα με λόγια μελωμένα• «αγαπητοί μου, αμάθητοι δεν είμασθε από πάθη• το κακό τούτο, 'πώρχεται, χειρότερο δεν είναι απ' τ' άντρ', όπου του Κύκλωπα μας είχε κλείσ' η βία• 210 όμως κ' εκείθ' η αξία μου, ο νους και η φρονιμάδα, μας έσωσε, κ' έναν καιρό θα το ενθυμείσθ', ελπίζω. κ' ελάτε τώρα, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι• εσείς αυτού καθήμενοι με τα κουπιά κτυπάτε την αγριωμένην θάλασσαν, ίσως μας δώση ο Δίας 215 να φύγουμ' απ' τον όλεθρο, 'που εδώ μας παραστέκει. συ, κυβερνήτη, έχε τον νουαυτό, που σε προστάζω, επειδή συ 'σαι οπού κινείς του καραβιού το δοιάκι• έξω από τούτον τον καπνό και από το κύμα στρέφε το πλοίο, και όλο σίμονετον βράχο, μη σου φύγη 220 μ' ορμήεκείνη την μεριά και εις συμφοραίς μας ρίξης».