United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΔΙΑΛΟΓΟΣ. Mέρος II. Πρόσωπα: τα ίδια. Σκηνή: η ίδια. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Οι ορτολάνοι ήταν νόστιμοι και το Chambertin έξοχο και τώρα μπορεί να γυρίσουμε στο θέμα μας εκεί που το αφήσαμε. ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Ω! ας μη το κάνουμ' αυτό. Η κουβέντα πρέπει ν' αγγίζη καθετί, μα να μη συγκεντρώνεται σε τίποτε.

Τι θα πει η γιαγιά σου; Ότι σ’ αφήσαμε να πεθάνεις από την πείνα;» «Γκριζέντα, δεν ακούς που σε φωνάζουν; Κάνε αυτό που σου λένε», είπε η ντόνα Έστερ. «Α, ντόνα Έστερ μου! Πεινάω μόνο… για χορό!» «Τζουαναντό! Έλα να φας!

Υποφέρει η ευλογημένη, είπε ο Κυρ-Θανάσης. Και αλλάζοντας φωνή, ξαναείπε στον Παπα-Παρθένη: — Δεν τελειώσαμε, παπά μου, τη χθεσινή συζήτησι. Την αφήσαμε στη μέση. Όλη τη νύχτα αυτή τη συλλογή είχα και δε μάφησε να κοιμηθώ. «Τα κρίματα του Κυρίου άβυσσος»... — Δε βρίσκεις άκρη, ευλογημένε, είπε ο Παπα-Παρθένης ξαναγεμίζοντας τα ποτήρια.

Κυνηγάτε, και μην ξεχνάτε την τέχνη, και βρεθήτε ανετοίμαστοι όταν έρθη τ' αληθινό το Μεγάλο το Κεφάλι, και σας βάλη και κυνηγάτε την αθάνατη τη Δόξα της Αρετής, της παλικαριάς, της λησμονησιάς του Εγώ. Φίλτατε Κληρονόμε μου, σ' έφερα, πάλι στο μοναχικό μου καλύβι, κι αφήσαμε το ταξίδι μας, ίσως απότομα κι άξαφνα· μα να σου πω το γιατί.

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Διότι, Κύριε, εσυλλογιζόμουν, αν δεν ευχαριστείσαι εις τον άνθρωπον, πόσο νηστήσιμα θα φιλοξενήσης τους ηθο- ποιούς· ενώ ερχόμεθα εδώ τους αφήσαμε οπίσω, κ' έρχον- ται να σου προσφέρουν την υπηρεσίαν τους.

Καθεμέρα, μαζί με τα μαντάτα του πολέμου, φτάνανε στο παλάτι τα μαντάτα των γυρευτάδων. — Το βασιλόπουλο νικάει. Στάχτη και μπούρμπερη σκορπίζοντ' οι οχτροί μας. Λέγανε οι μαντατοφόροι του πολέμου, χαρούμενοι και γελαστοί. — Χώρες και χωριά γυρίσαμε. Λιθάρι απάνω σε λιθάρι δεν αφήσαμε. Μα ο θησαυρός, αλλοίμονο, δε φάνηκε πουθενά. Λέγανε οι μαντατοφόροι των γυρευτάδων, χλωμοί και λυπημένοι.

Αίμα μας είναι οι πατριώτες, ας είναι και νερουλιασμένο αυτό το αίμα. Ποιος ξέρει α δεν το ξαναζωντανέψουνε μια μέρα και το δυναμώνουν εκείνες οι μαυρομάτες, οι γλυκοπρόσωπες, οι μάγισσες οι χωριατοπούλες, που πάμε να τις χαιρετήσουμε τώρα. Ελάτε, ρωμιοπούλες μου, ελάτε! Ελάτε να κάμουμε μαζί σας χωριό. Τους αφήσαμε κάτω στην Αγορά τους λεγάμενους.

Έπειτα εις μερικάς ημέρας οι ναύται εξεφόρτωσαν τα μετάξια όλα και εφορτώσαμεν το καράβι από τους πολυτίμους θησαυρούς εκείνου του βασιλείου, ήγουν πολύν χρυσόν, πολυτίμους λίθους από πολυποίκιλα πετράδια και μαργαριτάρια και άλλα σκεύη χρυσά και αργυρά, όσα δηλαδή ηδύνατο να σηκώση το καράβι, τα δε επίλοιπα τα αφήσαμε διότι εάν ηθέλαμε να σηκώσωμε όλα τα πλούτη εκείνα, δεν έφθανον ούτε εκατόν καράβια.

Τούτα θα πράξω, γέροντα, όπως εσύ προστάζεις. 485 αλλά ζητώ σε να μου ειπής μ' αλήθεια τούτο, αν όλοι άβλαπτοι με τα πλοία τους οι Αχαιοί γυρίσαν, όσους εγώ και ο Νέστορας αφήσαμε εις την Τροία, ή αν κακότην θάλασσα κανείς έλαβε τέλος, ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις ποθηταίς αγκάλαις. 490

Το βέβαιο είναι πως η χριστιανωσύνη, και μαζί της το Έθνος μας, έπαιρναν τώρα το δρόμο τους χωρίς μεγάλη βοήθεια από το θρόνο, μα και το εναντίο, καθώς βλέπουμε από τις ακόλουθες σκηνές της δραματικής ιστορίας του Αθανασίου. Τον αφήσαμε τον Άγιο Πατέρα ξορισμένο στη Γαλατία, θυμούμαστε και του Αρείου το κακορρίζικο τέλος. Αν όμως ο Άρειος είταν αποθαμμένος, οι πολυάριθμοι οπαδοί του ζούσαν ακόμα.