Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Καλό ξημέρωμά σας, περαστικά σας, η ευχή σας. — Καλή νύχτα, παιδί μου Θανάση. Να μη μας ξεχνάς. Τον έφερε ως τη θύρα. Ο καιρός είχε χαλάσει. Άρχισε να ψιχαλίζη. Μια σιγανή ανοιξιάτικη βροχή. Από το περιβόλι μια μυρωδιά από λουλούδια και βρεμμένο χώμα χύθηκε στο σπίτι, μια μυρωδιά που άνοιγε την καρδιά. Ο Κυρ-Θανάσης άνοιξε την ομβρέλλα του. — Φουσκοδεντριές, παπά μου.
Εκείνο το βράδυ ήτανε να φύγη ο παπάς. Όλοι οι δικοί ήσαν μαζεμμένοι στο σπίτι. Μιλούσαν και χωράτευαν να παρηγορήσουν την παπαδιά. Ένας μήνας είν' αυτός. Ενάμισυ βία. Και πάλι εδώ είμαστε. Θα πάρουμε πάλι αντίδωρο απ' το χέρι του παπά. — Άφησε τα μέλλοντα, είπε ο παπάς. Μην τα μελετάς, ευλογημένε. Να δώση πρώτα ο Θεός να καβατζάρωμε την αρρώστεια. Ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχροινός έβαλε το λόγο τον.
Σε λίγο έφτασε το ανηψίδι, με κρεμασμένα τα μούτρα: — Δεν ήρθε ο παπάς. — Βρε μίλα καλά. Άνοιξες τα στραβά σου να ιδής; είπε ο Μελαχροινός. — Δεν ήρθε, σου λέω. Όλοι οι επιβάτες βγήκανε στο μώλο. «Δεν είχαμε κανένα παπά μέσα», μου είπανε. Όλοι πάγωσαν. Η παπαδιά κέρωσε. — Ε! ίσως να μην πρόλαβε το βαπόρι, είπε πάλι ο Κυρ-Θανάσης. Ωστόσο θάχουμε γράμμα. Δε γίνεται.
Αυτή ήτανε η αρρώστεια του, μουρμούρισε. Δεν τον σήκωνε η καλογερική. Ήθελε πάλι τα παληά του. Και την πήρανε τα κλάματα. — Σε καλό σου, κυρά-παπαδιά! Είνε πράμα να κλαις; Δεν το θέλει ο Θεός, είπε ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχροινός. Ένα μήνα, δύο βία, θα μας ξανάρθη ο παπάς. Θα πάρουμε, πάλι αντίδωρο απ' τα χέρια του. Η παπαδιά έπεσε απάνω στο σοφά. Δεν μιλούσε σε κανένα.
— Λες λοιπόν, Πάτερ-Παρθένιε, να βρουν έλεος όλοι αυτοί; — Τι να σου πω κ' εγώ, ευλογημένε; Ο Θεός είνε μεγάλος, πολυεύσπλαγχνος. Κυττάζει την καρδιά του ανθρώπου. Δεν το είπε και ο Απόστολος: «Ουκ ένι Έλλην ή Ιουδαίος, ελεύθερος ή δούλος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Ο Κυρ-Θανάσης είχε αρχίσει να πείθεται απ' τη ρητορική και την καλωσύνη του παπά.
Η φωνή της παπαδιάς ακούστηκε απ' το διπλανό δωμάτιο: — Από τέτοια, ρώτα τον όσο θέλεις· τα ξέρει απόξω. Μόνο για τη βασιλεία του Ουρανού, μην τον ρωτάς! — Η ευλογημένη, με πειράζει πάντα! είπε ο παπάς κατσουφιασμένος. Ο Κυρ-Θανάσης δεν είπε λέξι. Έκλεισε το δεξί του μάτι και σηκώθηκε. — Ώρα είνε, Πάτερ, να σαφήσω ναναπαυθής. Είνε κ' η παπαδιά ανήμπορη και την ανησυχούμε με τις κουβέντες.
— Αφήστε με στο χάλι μου, είπε στεγνά. Φύγανε όλοι, ένας-ένας, σα μαγκωμένοι. Ο Κυρ-Θανάσης κοντοστάθηκε να καληνυχτίση, κάτι έκαμε να πη. Η παπαδιά δεν του αποκρίθηκε. Σαν εβγήκαν όλοι απ' το σπίτι, αναστέναξε βαθειά. — Παπαδιά! Δεν με λέτε πάλι καπετάνισσα! είπε ζαρώνοντας άγρια τα χείλια της, σαν νάκλαιε και να γελούσε μαζί. Τώρα στα γεράματα πάλι καπετάνισσα.
— Υποφέρει η ευλογημένη, είπε ο Κυρ-Θανάσης. Και αλλάζοντας φωνή, ξαναείπε στον Παπα-Παρθένη: — Δεν τελειώσαμε, παπά μου, τη χθεσινή συζήτησι. Την αφήσαμε στη μέση. Όλη τη νύχτα αυτή τη συλλογή είχα και δε μάφησε να κοιμηθώ. «Τα κρίματα του Κυρίου άβυσσος»... — Δε βρίσκεις άκρη, ευλογημένε, είπε ο Παπα-Παρθένης ξαναγεμίζοντας τα ποτήρια.
Ο Κυρ-Θανάσης ήξερε τα συστήματα της παπαδιάς, όσο κι' ο ίδιος ο παπάς, ετράβηξε σιγά-σιγά και ρουφηχτά το κρασάκι του, σηκώνοντας τα μάτια προς τον ουρανό, σαν τα πουλάκια που σηκώνουν το λαιμό τους να ευχαριστήσουν το Θεό, για το νεράκι που τους χαρίζει. Ύστερα ακούμπησαν με ησυχία τα ποτήρια τους απάνω στο τραπέζι. Η παπαδιά αναστέναξε από το διπλανό δωμάτιο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν