United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


8 Ιουλίου. Τι παιδί που είναι ο άνθρωπος! Πόσο ψοφάει για μια ματιά! Τι παιδί που είναι! Είχαμε πάει εις το Βαλάιμ. Τότε από την θυρίδα της αμάξης μιλούσαν με τα παλληκάρια, που ήσαν βεβαίως αρκετά ελαφρά και μάταια. — Εζητούσα τα μάτια της Καρολίνας· αχ! εγύριζαν από τον ένα εις τον άλλον!

Θα πης, γιατί δεν πήγε, κι ας είταν και φαμελίτης; Ίσια ίσια γιατί δεν πήγες μήτε του λόγου σου μήτε γω, κι ας μην είχαμε και παιδιά. Ο Ρωμιός πρέπει να είναι του σκοινιού και του παλουκιού, νάχη σκοτωμένο τουλάχιστο ένα γονιό του, για ν' αποφασίση να πάη στον πόλεμο.

Στην καρδιά μου τον έχω, που λες. Μα να τόνε γνωρίσης σαν έρθης. Θαφήσης το θάμα σου, να σε χαρώ. Όχι πως τον αγαπώ. Την έχει μέσα του την καλοσύνη ο Καπτάν-Μιχάλης. Μαζί του νάσαι, χίλιες καρδιές αλλάζεις. Κομάτι μάλαμα, μα το ναι. ... Αποβραδίς είχαμε πη, να βγούμε με την καθετή σύνταχα. Ως που να ζεστάνη καλά, όσο νάχη, μια τηγανιά καλή πάντα θα την πάρουμε, ελόγιαζε ο Καπτάν-Μιχάλης.

Μα είμουνα πολύ συγκινημένος, πολύ ευτυχισμένος για τον παράξενο πλούτο, που μου έλαχε. Κι άξαφνα θυμήθηκα το καλοκαίρι που είμαστε στα δυτικά ακρογιάλια κ' είδα τη γυναίκα μου τη στιγμή, που είχε στρήψει σε με το πρόσωπό της από το παράθυρο όπου έστεκε και μ' έκαμε να αιστανθώ πως κ' οι δυο είχαμε ενωθεί στην ίδια αγάπη προς την ατέλειωτη θάλασσα, που δε γνωρίζει σύνορα.

Τα μέρη αυτά, εχτός από τη Θεσσαλονίκη, και τη Χαλκιδική, τα δίνει όλα η συνθήκη του Άγιου Στέφανου στους Βουλγάρους. Λοιπόν ο Διάδοχος έκανε καλά το μέρος του, το πολύ μπορούσε να είχε προφτάσει ίσως να πάρει και το Μοναστήρι. Και αν ακόμα δεν ήταν να τα κρατήσει όλα αυτά τα μέρη η Ελλάδα, πάλι θα είχαμε στο χέρι κάτι να ανταλλάξουμε αν τα είχαμε πάρει.

Είχαμε μάθει πως ο καιρός σάρωσε και δω κάθε σημάδι από ό,τι υπήρχε μια φορά και τάλλαξε όλα. Στο μικρό ακρωτήριο, όπου βγήκαμε, κατοικούσε δω και μερικά χρόνια ένας γέρος ψαράς με τη γυναίκα του.

Ποτέ δε μας φάνηκε αυτό το πέρασμα τόσο λαμπρό, ποτέ δεν είχαμε δει όπως τώρα τη μαγευτική μεγαλοπρέπεια του μεσημεριανού ήλιου, ποτέ το φεγγοβόλημα του νερού και της πυκνόφυλλης ακροθαλασσιάς δεν είχε σμίξει τόσο μελωδικά με το σοβαρό βάθος του σκοτεινού δάσους των ελατιών.

Θα τον θυμούνται σαν μυθιστοριογράφο, σαν το μεγαλύτερο ίσως μυθιστοριογράφο απ' όσους είχαμε.

Μα γιατί σε κλέβω, βρε αδερφέ· ψέμματα είνε πως σε δάνεισα; — Με δάνεισες; το ξέρω πως με δάνεισες· με δάνεισες ναι! — Δεν είχαμε συμφωνία να μου τα δώκης στα έβγα του χρόνου; — Ναι, στα έβγα του χρόνου· το θυμάμαι. — Και πέρασαν δυο χρόνια· ή όχι; — Ναι, πέρασαν δεν τ' αρνιέμαι. Μα ό,τι κάνεις δεν το κάνεις από λόγου σου. Μπορούσες να περιμένης ακόμα.

Ο ηγούμενος εξηκολούθει να ήνε άφωνος. Ενόμιζες ότι αι λευκαί τρίχες του παχέος μύστακος αυτού απέκρυψαν τελείως το στόμα του. Και μόνον ένα θρήνον τώρα εξέβαλεν υπόκωφον. — Και τα είχαμε διά την ζωγραφίαν της Εκκλησίας! . . .