Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Έλεγες και γυρίζαμε από γιουρούσι σαν ανεβαίναμε.....Εκεί, κάτω από τη μεγάλη την καρυδιά, σιμά στη βρύση, εκεί πηγαίνω ακόμα και καθίζω κάποτες και ρωτώ τις πέτρες και τα δέντρα αν το θυμούνται το φαγοπότι εκείνο!.... Ποιος δεν τραγούδησε εκείνη τη βραδινή!.... Πήγε να βασιλέψη η Πούλια, κι ακόμα γλέντιζαν κοπέλλες, αγόρια, κι αντρόγυνα.

Από το βλογημένο βυζί της Ψαριανής μάννας του τη βύζαξε, μέσα στην καρδιά του την έκρυβε, και σαν ήρθαν οι εικοσιεφτά ενός Μάη, την άναψε, και την κόλλησε σε Τούρκικο δίκροτο. Είτανε νύχτα, κ' έφεγγε σα λαμπάδα το δίκροτο. Ως κι από δω το θωρούσαν οι πατριώτες από τις τρύπες των μανταλωμένων σπιτιών τους. Έτρεμαν, και τρέμουν ακόμα όσοι το θυμούνται και το δηγούνται.

Ουδ' εγώ τη θυμάμαι, είπε κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης. Δεν ηξέρω αν ακόμα τη θυμούνται οι αγωγιάτες μου, όμως εγώ δε θα τηνε ξεχάσω ποτέ, μου φαίνεται, γιατ' ακριβά τήνε πλέρωσ' αργότερα μ' αρρώστια τρίμηνη 'ςτό στρώμα. Απόδειπνα άρχεψαν άλλες κουβέντες οι αγωγιάτες. Είπαν τα χωριανικά πρώτα.

Ούδ' εγώ τη θυμάμαι, είπε κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης. Δεν ηξέρω αν ακόμα τη θυμούνται οι αγωγιάτες μου, όμως εγώ δε θά τηνε ξεχάσω ποτέ, μου φαίνεται, γιατ' ακριβά τήνε πλέρωσ' αργότερα μ' αρρώστια τρίμηνη 'ςτο στρώμα. Απόδειπνα άρχεψαν, άλλες κουβέντες οι αγωγιάτες. Είπαν τα χωριανικά πρώτα.

Τότες όλοι τον ήξεραν και τον θυμούνται ακόμα Τον Κωσταντήτα Γιάννινα, τον πρώτο κυνηγό τους, Οπού κανένα απάτητο δεν άφηκε βουνό τους. Κ' ήταν ένας ωμορφονιός, των κοπελλών η τρέλλα, Χρυσό καμάρι των γονηών, των Τούρκων πάντα φέλα. Τα πρώτα του τα γράμματα τάμαθετον Ψαλλίδα. Τα λόγια του τούταν για την Πατρίδα.

Έκαμε κάθε τρόπο ο 'γούμενος να τον ξαναφέρη στα νερά του, είχε όμως να κάμη με χαραχτήρα διαμαντένιο, αλύγιστο και η πονηριές του σαν νερό, έσπαναν κ' εσκορπιόνταν ανίσχυρες απάνω στον ακλόνητο βράχο της αρετής του καλόγερου. Και τώρα ο καλόγερος δε βρίσκεται στο Μοναστήρι και όλοι θυμούνται τον χαραχτήρα και τα λόγια του, χωρίς κανένας να έχη το θάρρος να τονε μιμηθή.

Όλοι θυμούνται την αρετή του καλόγερου, που δεν υπόφερε τη παραμικρή διπροσωπία. Τώρα ετοιμάζεται νέο δράμα από τον παππά Συνέσιο! θέλει να χαλάση καμωμένο αρρεβώνα και να παντρέψη την κουμπάρα του. Εβάλθηκε με τα όλα του και βοηθοί του είνε ο παππά Κρητικός και ο Γιάννης ο Σερέτης, δυο άξια υποκείμενα.

Παράμερη εξοχή, που το καλοκαίρι μονάχα τη θυμούνται οι χωριανοί και τη διαλέγουνε για τα ξεφαντώματά τους. Τώρα όμως, άνοιξη ακόμα, ο γέρος ο Ανέστης πλανιότανε ολομόναχος στη λησμονημένη εκείνη γωνιά του κόσμου, βγάζοντας ξεφωνήματα κι ακατανόητα λόγια κάθε φοράν που αγνάντευε βράχο ή χωράφι ή κορφοβούνι τριγύρω και του θύμιζε της νιότης τα χρόνια.

Θα είμαστε καλοί φίλοι και θα θυμόμαστε τα παλιά μας, όπως θυμούνται τα παραμύθια. Τώρα δεν μπορούμε να το κάμωμε. Δεν μπορούμε να είμαστε ούτε φίλοι. ΦΛΕΡΗΣΜπορούμε να είμαστε όμως κάτι περισσότερο από φίλοι. Θα ξαναδέσωμε τη χρυσή κλωστή που κόπηκε. . . Θα ξαναδέσωμε τη χρυσή κλωστή που κόπηκε; . . . Βέρα, δεν είσαι η ίδια . . . Δε σε αναγνωρίζω πια. ΒΕΡΑΑυτό είναι το φοβερό.

Όταν είμουνα στη Ζαγορά της Θεσσαλίας, παραπονιούμουν κάθε τόσο για τα καλντερίμια . Ο Δροσίνης κάμποσες φορές άκουσε τα παράπονά μου και θα τα θυμάται. Τάκουσαν όμως και τα καλντερίμιατάκουσαν και τα θυμούνται. Αχ! εκείνοι οι δρόμοι που ανεβοκατεβαίνουνε σαν τα κύματα, μα σαν κάτι κύματα πέτρινα και κοφτερά! Τα καλντερίμια με κυνηγούν. Τώρα που βγήκα πάλε στο ταξίδι, και κείνα κατόπι μαζί μου.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν