Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Στάθηκε τότες ο Αριστίωνας στο μαρμαροπελέκητο Βήμα. Έτριψε το σοφό μέτωπό του, έρριξε σοβαρή ματιά γύρω, άλλη σοβαρώτερη ματιά προς ταπάνω, και τους λέει· «Έχω κ' έχω να σας πω, Αθηναίοι, και δεν κοτώ». — «Θάρρος και πες τα μας!» ξεφωνίζουν οι πατριώτες. Τους άρχισε τότες. Μήτε ο Όμηρος δεν ύμνησε τον Αχιλλέα όσο τις δόξες του Μιθριδάτη ο Αριστίωνας.
Όσοι όμως από τους πατριώτες του τους Ιουδαίους δεν πίστεψαν, κ' είταν πολλοί, αυτοί πικρά μαρτύρια του προξενήσανε με σκληρούς κατατρεγμούς, και θάμα είναι πώς το κατώρθωσε και ξέφυγε από τη φυλακή που τον είχανε ρίξει στους Φιλίππους αφού τον έδειραν. Από τη Μακεδονία κατέβηκε έπειτα στην Αθήνα. Στην Αθήνα Ιουδαίους πολλούς δε βρήκε· βρήκε όμως σοφούς και ρητόρους.
Σαν πόσες χιλιάδες των χιλιάδων χρόνια νάφεγγες έτσι στον κόσμο, άγνωστο, αθώρητο, αθάμαστο! Άφινε τις στεριές να κοιμούνται. Τη θάλασσα, τη θάλασσα κοίτα! άφινέ το τό χωριό από πίσω· γλυκοκοιμούνται οι καλοί πατριώτες του. Κι αν κανένας τους αγρυπνάει, από την πολλή τη συλλογή δεν είναι. Να τρελλαθή από συλλογές σκοπό το χωριό μας δεν έχει. Έχει το νου του αναπαμένο.
Είμαστε θυμούμαι στη Νοβοροσίσκη μ' ένα Γαλαξειδιώτικο μπαρκομπέστια. Εγώ εκείνο το ταξείδι ναυτολογήθηκα στην Πόλη. Εκείνους τους δυο τους ηύρα μέσα. Ήσαν από πριν. Είχαν πολλά ταξείδια μαζί και ήσαν θαρρεμένοι. Αλλά με όλα τα θάρρη που είχαν, με όλες τις συντροφιές που έκαναν, άμα άκουε κανένα λόγο για τους πατριώτες του ο Γεράσιμος ανατρίχιαζε σαν το λυσσασμένο σκυλί στον καθρέφτη.
Και για ν' αφήσουμε τους μεγάλους εκείνους πατριώτες στην ησυχία τους, κάμε μας τη χάρη και πες μας με το μελίρρυτο στόμα σου, τι καλό μας έκαμαν ως την ώρα οι μετοχές και τα παρέμφατα, που τα σπείρετε σαν πατάτες στη Ρούμελη, στη Μακεδονία, στην Ήπειρο; Ως πότε πια θα νανουρίζουμε τακαμάτικο αυτό το έθνος μ' ανωφέλητα λόγια, με παλιές ιστορίες; Πότε θα του βάλουμε σπίρτο στο ρουθούνι να το ξυπνήσουμε; Ξύπνησέ το έτσι το έθνος, κι αυτό μονάχο του θα τις θυμηθή τις περασμένες τις δόξες.
— ..... κι' απόφευγα να γνωρίζωμαι με πατριώτες, για να μη μου ανοίγη η πληγή της Πατρίδας, που είχα μέσα μ'. — Ούι! παιδάκι μ' τι μου λες. ... Παντρεύτηκες! Ξεφώνησε πάλε η κάκω η Μήτραινα, τραβώντας τα μαλλιά της. — Σώπα, μάννα, της είπε ο Γιάννης, ν' ακούσης πρώτα την ιστορία, και ύστερα κρίνε! — Λέγε, γυιέ μ'! — Πήρα την θυγατέρα τ' αφεντικού μ', αλλά προκοπή τίποτε! — Βέβια! βέβια!
Αρχίσανε να μαλλώνουν κι αναμεταξύ τους. Αυτό ζητούσε κι ο Θεοδόσιος. Ήρθε η ώρα του να το λύση το ζήτημα. Βγαίνει λοιπόν και τους αγοράζει έναν έναν τους Αρχηγούς με δώρα και μ' αξιώματα, και τους παίρνει μέσα στον Αυτοκρατορικό το στρατό. Ένας τους τότες, ο Μοδάρης, τόσο πιστός έμεινε στον Αυτοκράτορα, που βγήκε ύστερα και χτύπησε τους πατριώτες του κ' έσφαξε ως τέσσερεις χιλιάδες τους.
Τότες είναι που τούφερε και βασιλική κορώνα προσφορά από τους πατριώτες του, που μήτε σκούφια κοινή δεν του άξιζε.
Την άλλη την ημέρα ο κυρ Χρήστος βρίσκονταν στο χωριό του και δίκαζε τους πατριώτες του, που έτρεχαν σ' αυτόν να βρουν το δίκιο τους, κι' ο Σπύρος είχε σκαπετήσει το Μέτσοβο κι' όσους απαντούσε στο δρόμο κανέναν δεν γνώριζε, κι' ούτε τον γνώριζαν! Το καρβάνι τραβούσε για την Πόλη, όλο της στερεάς.
Και γιατί είναι προσωρινό; Γιατί δεν μπορεί να ζήσει τόσο μικρό που είναι, αν δεν αφεθεί ήσυχο από τους Έλληνες που ζουν έξω από τα σύνορά του. Και οι Έλληνες αυτοί δε θα το αφήσουν ήσυχο. Λέτε να είναι τόσο κακοί πατριώτες; Όχι, μα νοιώθουν πως πρέπει εκεί να κολλήσουν κι αυτοί, με τα αμπελοχώραφά τους, τα χωριά τους, τις πολιτείες, τα δάση, και τις βοσκές που ορίζουν. Δεν παν στο διάολο!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν