United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καμμιά δεκαριά νομάτοι απ' έξω από τον καφενέ, άλλοι τραβώντας τον ναργιλέ τους κι' άλλοι σκυμμένοι στα τάβλια και στα χαρτιά, κουνούσαν το κεφάλι τους, σαν νάλεγαν: «Σωστά τα λέει ο Μπαρμπα-Νικόλας, μα τι βγαίνει; Έτσι τάφερε η τύχη» Ο Μπαρμπα-Νικόλας δεν τα σήκωνε τα παράξενα. «Μωρέ θα σκούζω όσο που να πεθάνω», έλεγε. Ύστερα και με το δίκηο του. Ήταν καμένος και ζεματισμένος.

Η περηφάνια, το πάθος, η επιθυμία να γκρεμίσει την παλιά, άθλια ζωή της και με τα συντρίμμια να ξαναχτίσει μια άλλη, καινούργια και δυνατή, όλα αυτά έλαμπαν φλογερά μέσα στα μάτια της. «Άκουσέ με, Έφις», είπε τραβώντας πάλι το φως, «να πεις, λοιπόν, στον Πρέντου ότι τον θέλω, αλλά ότι πρέπει να παντρευτούμε γρήγορα, πριν από εκείνους τους δυοΚεφάλαιο δέκατο έβδομο

Είπεν ο Αντίνοος, και αρεστόςόλους εφάνη ο λόγος. σηκώθη πρώτος ο υιός του Οίνοπα, ο Λειώδης· ήταν ιερογνώστης των, και, 'ς τον λαμπρόν κρατήρα 145 σιμά, κάθιζε ανάμερα, και αυτός εμίσα μόνος τ' άνομα κ' έτρεφεν οργή προς όλους τους μνηστήραις. και τότε πρώτος έπιανε το τόξο και το βέλος· ολόρθοςτο κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο, και δεν το ετάνυσεν, αλλά τραβώντας αποκάμαν 150 τ' απαλά χέρι' αγύμναστα, και των μνηστήρων είπε· «Δεν το τανύζω, αγαπητοί· τώρ' ας το λάβη και άλλος· ότι καρδίαν και ζωήν πολλών θα πάρη ανδρείων τούτο το τόξον, επειδή καλήτερον νομίζω τον θάνατον, ή ζωντανοί να στερηθούμε κείνο, 155 'που καρτερούμ' ολοκαιρίς εδώ συναθροισμένοι. τώρατα βάθη της ψυχής κάποιος ελπίζει ακόμη να νυμφευθή την φρόνιμη γυναίκα του Οδυσσέα, αλλ' ότι κάμη δοκιμή του τόξου και γνωρίση, των Αχαιίδων γυναικών τότ' άλλην λαμπροφόραν 160 με δώρ' αυτός ας μνηστευθή, και ας πάρη αυτή τον άνδρα, οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα».

Ευθύς άφησα εκεί το άλογόν μου, και εκίνησα με προθυμίαν να υπάγω προς αυτήν με όλον που οι ελαφίνες μου εφαίνονταν πως με εμποδούσαν, τραβώντας με με τα δόντια τους από τα φορέματα, και εμποδίζοντάς μου την στράταν.

Κ' η Χλόη, όταν είδε το τι έγινε, φτάνει τρέχοντας στο λάκκο· κι' άμα είδε πως ζη, φωνάζει βοήθεια κάποιο γελαδάρη από τα κοντινά χτήματα. Σαν ήλθε αυτός, εζήταε σχοινί μακρί για να το ρίξη του Δάφνη και να τον βγάλη από το λάκκο τραβώντας τον.

Εις το ωραίον στάδιον, που άρχισεν ο γυιός της τραβώντας ίσα προς το αξίωμα του μυστικοσυμβούλου και του πρέσβυ, να τον ιδή διά μιας να σταματά, και να γυρίζη πίσω με το ζώον εις τον σταύλον!

Και στην πλώρη καθησμένος ο μηχανικός με το τσιμπούκι αναμμένο εκουβέντιαζε ράθυμα και αναπαυτικά με τον Καλέμη σαν να ήσαν στο τραπέζι κάποιας ταβέρνας. Ο Αιγινήτης επήγε μακριά κ' έρριξε τον βουτηχτή του. Όμως δεν εύρισκε τίποτα εκεί και τραβώντας εμπρός έσυρε το καΐκι πάλι δίπλα στο καΐκι του Πίπιζα.

Ορμάει ξανά ο Πείρος και του δίνει μια κονταριά στον αφαλό σιμά, που τ' άντερά του 525 χύθηκαν όλα κατά γης και σβύστηκε το φως του. Μα και τον Πείρο ακόντισε ο Αιτωλός ο Θόας στα στήθια εκεί απάς στα βυζί, και το χαλκό του μπήγει μες στα πλεμόνια, κι' έπειτα ζυγώνει κι' οχ τα στήθια όξω τινάζει τ' όπλο εφτύς· και το σπαθί τραβώντας 530 του μπήγει μια μες στην κοιλιά και τόνε ξεμπερδέβει.

Το ταχύ όταν εσηκώθηκαν ο Αράπης και η γυναίκα του, και είδαν το βρέφος εις αυτήν την κατάστασιν, άρχισαν φοβερά κλάμματα και φωνάς, κατασχίζοντας τα μάγουλά τους, και τραβώντας τας τρίχας της κεφαλής τους. Ο Καλίδ έτρεξεν εις τες φωνές των καμωνόμενος πως δεν ήξευρε τίποτε, και τους ερωτούσε το αίτιον. Εκείνοι του έδειξαν το παιδί τους σφαγμένον και κυλισμένον εις τα αίματα.

— Ε, παιδάκι μου, φώναξε ο γέροντας, τραβώντας εμπρός μέσα στη βροχή, ζη κανένας και ζώνεται δω στο βιλαέτι μας, ζη για να βρίσκεται, έτσι για να μην ερμάη ο τόπος.