United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έμεινα εκστατικός εις τα όσα μου είπεν ο σκλάβος του οποίου είπα πως δεν θέλω πλέον να ιδώ καμμίαν γυναίκα, επειδή και έχασα εκείνην που επιθυμούσα· Ο σκλάβος μού εδιπλασίασε τες παρακάλεσες τόσον, που με εκατέπεισε διά να υπάγω να ιδώ εκείνο το υποκείμενον που εζητούσε να με ιδή, το περισσότερον διά περιέργειαν, παρά δι' άλλο.

Είπεν ότι θα το φέρη ο ίδιος αύριον, είπεν ο Σκούντας. — Α, έκαμεν η Βεάτη. — Και αν δεν ειμπορέση, θα υπάγω ο ίδιος αύριον να σας το φέρω. — Έτσι; — Τώρα μ' έστειλε διά να σας αναγγείλω ότι αύριον το πρωί έρχεται το κλειδί. — Πολύ καλά. — Και κάτι άλλας παραγγελίας ακόμα, είπεν ο Σκούντας. — Τι παραγγελίας; Ο Σκούντας περιέβλεψε κύκλω. — Δεν μας ακούει κανείς; είπεν. — Είμεθα μόνοι. Λέγε.

Φθάνοντας ως τόσον η νύκτα ο Βαχμάν επήγε και εκάθησεν εις ένα σκαμνί, και έκαμε να του βάλλουν δύο κηρία αναμμένα έμπροσθέν του επάνω εις μίαν ταύλαν· έβγαλε το σπαθί του από το θηκάρι, διά να το έχη έτοιμο να το μεταχειρισθή, αν του ήθελε κάμει χρεία, και να το βάψη εις το αίμα μου διά την ατιμίαν πού έκαμα της τιμής του· και εις κάθε στιγμήν με ανάμενε με ανυπομοσίαν διά να με ιδή να υπάγω.

Ήτο Κυριακή, και οι Χριστιανοί ελειτουργούντο εισέτι εις την εκκλησίαν. Η πρώτη μου ώθησις ήτο να υπάγω κ' εγώ να ευχαριστήσω τον Θεόν διά την λύτρωσίν μου, αλλ' υπερίσχυσεν η επιθυμία του να εξέλθω όσω το ταχύτερον από το θολόν ποτάμι και να τρέξω εις αναζήτησιν του Παντελή.

Ημείς οι δύο αρκούμεν εις ημάς. Κανένα μη ακούης, κανένα μη εμπιστεύησαι, κανείς άλλος δεν σε αγαπά, μόνος εγώ. Είνε ανάγκη να έλθης πλησίον μου, και εγώ δύναμαι να υπάγω διά σε εις την άκρην του κόσμου.

Με όλον που ευρισκόμουν εις τους χαροποιούς στοχασμούς, δεν απαράτησα που να μην ενθυμηθώ τον σύντροφόν μου Φακύρην, στοχαζόμενος την θλίψιν που ημπορούσε να έχη μην ηξεύροντας το τι έγινα. Εβγήκα από το σπήτι μου διά να υπάγω να τον εύρω, και τον συναπαντώ εις μίαν στράταν και αγκαλιάζοντάς με μου λέγει.

Αχ! ανεστέναξεν εκείνος μέσα εις τον σάκκον. Τόσον νέος και πηγαίνω εις τον ουρανόν! — Κ' εγώ ο πτωχός, είπεν ο βοσκός, εγήρασα και δεν ημπόρεσα ακόμη να υπάγω εις τον ουρανόν. — Αν θέλης να τον ιδής, είπεν ο μικρός Κλώσος, άνοιξε τον σάκκον να έβγω εγώ να έμβης συ, και να υπάγης εις τον ουρανόν.

Εκείνος εφρόνει ότι εγώ θα ενθυμούμην καλλίτερα τα κατατόπια, ως παλαιός και αγαπών τα εξωκκλήσια. Αλλ' είχα δέκα χρόνια να υπάγω στην Κεχριάν, ο δε Κωστής, αν και βαθυκτήμων, δεν είχεν ελαιώνα προς αυτό το μέρος, και δεν εσύχναζεν. Οι δρομίσκοι της εξοχής είνε σκολιοί και άτακτοι.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Όχι· αν τα λόγια είναι πνοή, κ' είναι η πνοή ζωή, δεν έχω ζωήν ώστε πνοήν να δώσω εις ό,τι μου 'πες. ΑΜΛΕΤΟΣ Θα υπάγω εις την Αγγλίαν· τούτο το γνωρίζεις; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Ωιμένα! το 'χα λησμονήση· αποφασίσθη.

Και ο άνιπτος κύριος δράττεται διά των ρυπαρών του δακτύλων της χειρός του Ιωάννου, και σείει αυτήν μετά προδήλου συγκινήσεως, προσθέτων·Επεθύμουν να σας ομιλήσω μίαν στιγμήν ιδιαιτέρως. — Με συγχωρείτε . . . δεν έχω τόρα καιρών, έχω κάπου να υπάγω, και βιάζομαι . . . , απαντά ο Περδίκης εξερχόμενος εις την οδόν και παρακολουθούμενος υπό του αγνώστου.