United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Βεάτη εύρισκε καιρόν να συμβιβάζη τα χρέη της με τας αδυναμίας της και τούτο ήτο επίσης αξιόλογον προτέρημα. Μία των αδυναμιών της συνίστατο εις το να περιέρχηται νύκτωρ τα δωμάτια των μοναζουσών, και ν' αρχίζη μετ' αυτών συνδιαλέξεις σχοινοτενείς περί παντός πράγματος. Θέμα αυτών συνήθως ήτο, ως εννοείται, η κακολογία.

Ήτο δε αύτη η αδυναμία της, ήτις ώθει αυτήν να επιχειρή παραβόλους εκστρατείας, όπως ανακαλύψη πράγματα, περί ων ουσιωδώς δεν διεφέρετο. Αλλ' η πρώτη αποτυχία τη ενέπνευσεν ισχυρογνωμοσύνην και ωρκίσθη ν' ανακαλύψη το πράγμα ως τάχιστα. Όλην την νύκτα η Βεάτη ωνειρεύετο ότι είχε παραβιάσει την θύραν του κλειστού θαλάμου, και συνδιελέγετο μετά της ξένης. Είνε αληθές ότι το όνειρόν της ήτο ατελές.

Την γνωρίζει λοιπόν ο Τρανταχτής; εξηκολούθησεν η ΒεάτηΒέβαια την γνωρίζει.... — Και ποίαν σχέσιν έχει μαζή της; επανέλαβεν η Βεάτη. — Βέβαια πρέπει να έχη κάποιαν σχέσιν, είπε σοβαρώς ο Σκούντας. Αλλά δεν μοι λέγετε, ευρίσκεται αυτή εδώ; — Και διά ποίον σκοπόν ο Τρανταχτής θέλει να μάθη δι' αυτήν; — Έχει σκοπόν βέβαια, είπεν ανυπομόνως ο Σκούντας. Αλλ' είνε εδώ αυτή ακόμη;

Ήτο η αδελφή Σιξτίνα, ήτις εξετέλει χρέη νοσοκόμου εν τη μονή. Η Βεάτη διενοήθη ότι αύτη βεβαίως θα ανέλαβε να υπηρετή την έγκλειστον εις τα προς τροφήν και πάσαν άλλην διακονίαν του σώματος, και διά τούτο ήρχετο ενταύθα. Η Βεάτη εκόλλησεν όπως ηδυνήθη εις την κόγχην της θύρας. Άλλως θα ήτο ήδη σκότος, διότι είχε σβέσει την δάδα.

Ποίον Δερμίνην; — Τον θαλαμηπόλον του καρδιναλίου. — Ενθυμούμαι. — Λοιπόν αυτή η Βεάτη μου παρήγγειλε να της κάμω ένα κλειδί. — Και μου έστειλε τον τύπον. — Εννοώ. — Λοιπόν το κλειδί είνε αυτό. — Καλά. — Και της υποσχέθηκα να της το φέρω αύριον. — Λοιπόν; — Λοιπόν, επειδή αύριον έχω εργασίαν, δεν έχω καιρόν να της το φέρω, και είνε αρκετά μακράν. Ο Σκούντας εφαίνετο σύννους.

Ότε ο αραχνώδης πέπλος του σκότους ήρχισε να καταπετάννυται περί τα ζοφερά τείχη του μοναστηρίου, και οι κώδωνες κατά το σύνηθες βραδέως κρουόμενοι αντήχησαν ανά το ύψος του κωδωνοστασίου καλούντες θορυβωδώς τας καλογραίας εις την επιλύχνιον προσευχήν, τότε η αδελφή Βεάτη έλαβε δύο κηρία, έθηκε το έν αυτών εις το θυλάκιόν της, ήναψε το έτερον και ανέβη ανά μίαν τας βαθμίδας της λιθίνης κλίμακος, της αγούοης από του μαγειρείου εις το πρώτον πάτωμα της μεσημβρινής πλευράς.

Μία αυτών, η αδελφή Βεάτη, εδεικνύετο εξόχως ευμενής προς τον κύνα. Η ευμένεια δε ήτο το κυριώτατον γνώρισμα της γυναικός ταύτης. Αύτη εμειδία τόσον προθύμως και περιχαρώς προς πάντα τα περί αυτήν, ώστε ουδείς ηδύνατο να την μεμφθή ούτε διά το υψηλόν της ανάστημα ούτε διά την άπλυτον εμπροσθέλλαν ην εφόρει. Η αδελφή Βεάτη ήτο η επιτηδειοτάτη των μαγείρων και η αμελεστάτη των καλογραιών.

Όπως και αν έχη τούτο, η Βεάτη δεν κατείχετο την στιγμήν ταύτην υπό ουδενός δεισιδαίμονος αισθήματος. Επλησίασε θαρραλέως και έκρουσε την θύραν. Αλλ' αύτη ανθίστατο. Ήτο στερρώς κεκλεισμένη. Η Βεάτη επανέλαβε την κρούσιν. Έκρουσε δε ηρέμα και συνεχώς. Ουδεμία φωνή ηκούσθη. — Ποία είσαι αυτού μέσα; ηρώτησεν η Βεάτη. Ουδεμία απάντησις. — Ποία είσαι; επανέλαβεν η Βεάτη. Δεν ομιλείς δι' αγάπην Θεού;

Αν τουναντίον, παρά πάσαν πιθανήν εικασίαν, εξήρχετο εκ του θαλάμου η Σιξτίνα, τότε η Βεάτη δεν ηδύνατο να φοβηθή το τεχνητόν σκότος, όπερ προεκάλει όπισθεν της νυκτοβάτιδος το ημιφαές δέλετρον, και η ανιχνεύτρια έμελλε να οδηγηθή διά της αντιλαμπής του φωτός πλειότερον ή η Σιξτίνα διά της ορθής αυτού λάμψεως. Ταύτα διανοηθείσα η Βεάτη, απεφάσισε να παραμείνη.

Ποίας; Της ηγουμένης που μ' έστειλε. — Ό,τι θέλεις, είπε μειδιώσα η Βεάτη. — Πώς ό,τι θέλω; — Πε της ότι δεν με ηύρες. — Δεν σε ηύρα; Πώς γίνεται; — Πώς δεν γίνεται; επανέλαβε φαιδρά η Βεάτη. — Τότε θα μου πη, μην έφυγε το μαγειρείο από τον τόπον του; — Ειμπορεί και να έφυγε, απήντησεν απροσέκτως η Βεάτη. — Και τότε; — Τότε; — Η ηγουμένη θα μου πη πως ετρελλάθηκα. — Ας σου πη.