Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Σαν δύσκολα βλέπω τα πράγματα, αλλά ο Θεός βοηθός. Δεν είχε τελειώσει ακόμη ο Σκούντας τον λόγον και παράδοξος κρότος ηκούσθη έξωθεν. Βήματα δρομαία αντήχησαν, πνοή δε και κραυγή διακεκομμένη έπληξε τα ώτα των δύο συμποτών. — Τι τρέχει; είπεν ο Σκούντας.

Σας αφίνω διάτα, όταν έρθ' με το καλό ο Βασίλ'ς μου, όταν σας πάρουν τα σχαρήκια, νάρθ' ένας σας απάνω στο μνήμα μου, να ρίξ' τρία βροντερά ντουφέκια και να μου φωνάξ' δυνατά: — «Μάννα, ήρθ' ο Βασίλ'ς!» Τ' όνομα του Βασίλη είταν η υστερινή της λέξη. Η δόλια η Μάννα δεν είταν πλειο στη ζωή. Αντήχησαν τα μυρολόγια, δυνατά, κι' όλο το Χωριό έτρεξε στο χαροχτυπημένο σπίτι.

Τινταγκέλ, φώναξε ο Τριστάνος, ο Θεός να σ' ευλογήση σένα και τους άρχοντές σουΆρχοντες, εδώ άλλοτε ο πατέρας του ο Ριβαλάν, με μεγάλη χαρά, είχε πάρει την Μπλανσεφλέρ. Αλλάαλλοίμονο! — ο Τριστάνος δεν το ήξευρε. Όταν έφθασαν κάτω από τη μεγάλη σκοπιά του πύργου, τα σαλπίσματα των κυνηγών αντήχησαν, και αμέσως κατέβηκαν στης πόρτες οι βαρώνοι κι' ο ίδιος ο Βασιληάς Μάρκος.

Πλην τι ωφέλουν πλέον οι θρήνοι; Μάτην επότισε και πάλιν διά των δακρύων της τους αυχμηρούς εκείνους βράχους, όπου την είχεν εγκαταλείψει άλλοτε η πατρική αστοργία και την ηύρεν η περιπαθεστάτη αγάπη· μάτην αντήχησαν τους ολογυγμούς αυτής οι μυχοί του δάσους.

Αι κεφαλαί όλαι εστράφησαν διά μιας προς τα οπίσω και είδομεν υψηλά, επί της κορυφής του λόφου, προς τα δεξιά μας, τεσσάρας ανδρών μορφάς.― Αλλοίμονον! οι Τούρκοι επλάκωσαν ! Θεέ μου ! Οποίον τρόμον έφερεν εις την ακτήν η απροσδόκητος εκείνη των διωκτών μας εμφάνισις ! Δύο, τρεις τουφεκισμοί εκ νέου αντήχησαν.

Δεν είχεν εισέτι παύσει η ανάβασις, ότε αντήχησαν δύο τρεις τουφεκισμοί πλησίον εκεί, και φωναί συγχρόνως άγριαι, και πάλιν τουφεκισμοί πυκνότεροι και κραυγαί, — ταυτοχρόνως δε, αλλ' εξ αποστάσεως μεγαλειτέρας, άλλαι φωναί και άλλοι τουφεκισμοί. — Πόλεμος, πόλεμος, ανέκραξεν ο Μίρτος, και ταχύνας το βήμα έτρεξε προ εμού. Τον ηκολούθησα τρέχων κ' εγώ.

Τόρα τα γέλοια αντήχησαν στο καράβι από άκρη σε άκρη και στις στεριές δίπλα, σκαστά και τρανταχτά, που έπνιξαν κάθε άλλη φωνή. Αλλ' ο Μίμης ο Γαλαξειδιώτης ήρθε τότε σύντροφος στον γέροντα και ηθέλησε να τον βοηθήση στην γλωσσοφαγιά. — Μωρέ δεν τους μιλάς! είπε προστατευτικά. Όποιος δε μιλεί εδώ μέσα ζωντανόν τον θάφτουνε.

Ως μία ηχώ η Ακτή επανέλαβε: «Πολύ αργάκαι οι λόγοι ούτοι, προφερόμενοι από άλλο στόμα αντήχησαν δι' αυτόν ως θανατική απόφασις. Και ητοιμάζετο να απομακρυνθή χωρίς μάλιστα να αποχαιρετήση την Ακτήν, οπότε αίφνης το παραπέτασμα της θύρας του ατρίου ανεσύρθη. Ο Βινίκιος είχεν ενώπιόν του την πενθηφορούσαν Πομπωνίαν Γραικίναν.

Οι στρατιώται ηύθυναν ήδη κατά του στήθους του τα όπλα αναμένοντες το τελευταίον προσταγμα, ότε αντήχησαν εκ διαφόρων συγχρόνως ομίλων φωναί· «Δεν μας αποχαιρετάς, ΣάνδρεΤο αποχαιρέτημα τούτο είναι εις τον τόπον μας δικαίωμα του καταδίκου και σχεδόν καθήκον επιβαλλόμενον εις αυτόν υπό της παραδόσεως.

Εξεκένωσαν τότε και δευτέραν φοράν τα όπλα των οι οπλοφόροι, άτινα αντήχησαν πενθίμως επί της λείας επιφανείας της θαλάσσης, αποχαιρετισμός ηχηρός προς τους απομακρυνομένους ληστάς και τας φευγούσας ελπίδας των. — Αιωνία των η μνήμη! είπεν ο δήμαρχος. Τι άλλο να είπη; Και θέλων να διασκεδάση την θλίψιν του ηγουμένου ηρώτησεν ολίγον ατόπως: — Τάλληρα ήτανε, γέροντα, ή λίρες;

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν