United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν δύσκολα βλέπω τα πράγματα, αλλά ο Θεός βοηθός. Δεν είχε τελειώσει ακόμη ο Σκούντας τον λόγον και παράδοξος κρότος ηκούσθη έξωθεν. Βήματα δρομαία αντήχησαν, πνοή δε και κραυγή διακεκομμένη έπληξε τα ώτα των δύο συμποτών. — Τι τρέχει; είπεν ο Σκούντας.

Συγχρόνως μας έφεραν το λεγόμενον εντελές δείπνον δηλαδή μίαν όρνιθα δι' έκαστον και κρέας αγριοχοίρου, λαγόν και ψάρια τηγανητά, σησαμωτά γλυκίσματα και διάφορα τραγήματα, τα οποία επετρέπετο ν' αποκομίσουν όσοι εκ των συμποτών ήθελαν. Δεν είχε δε παρατεθή εις έκαστον ιδιαίτερον πινάκιον, αλλ' έν εις εκάστην τράπεζαν.

Αλλά και βοή πολύφωνος ηκούετο, όχι όμως θορυβώδης, αλλ' όπως εις τα συμπόσια, όπου εις τους ήχους των αυλών και της κιθάρας αναμιγνύονται οι έπαινοι και τα χειροκροτήματα των συμποτών. Με τοιαύτας ευχαρίστους εντυπώσεις εφθάσαμεν• αφού δ' ερρίψαμεν άγκυραν εξήλθαμεν, αφήσαντες εις το πλοίον τον Σκίνθαρον και δύο εκ των συντρόφων.

Μπορώ να μη στενάξω τώρα που τέτοιαν σύντροφον μοναδική θα χάσω; Ούτε τραγούδι θ' ακουστή, ούτε χαρά θα λάμψη, ούτε στεφάνια συμποτών θα ιδούμε πια εδώ μέσα. Ούτε ποτέ την βάρβιτον θ'αγγίξω, ούτε ο νους μου θα θέλη με τον Λιβυκόν αυλόν να ξαποστάση, γιατί εσύ κάθε χαρά μαζί σου τήνε παίρνεις.

Δεικνύων δε αυτήν εις έκαστον των συμποτών, λέγει· «Τούτον βλέπων πίνε και τέρπου, διότι τοιούτος θα γίνης αφού αποθάνηςΤαύτα πράττουσιν εις τα συμπόσια. Διατηρούσι δε τα πάτρια έθιμα και δεν παραδέχονται νέα.

Η λίμνη εκυμάτιζεν υπό την ρυθμικήν κίνησιν των κωπών. Ουδέ πνοή ανέμου ηκούετο, τα φύλλα ήσαν ακίνητα. Η σχεδία έπλεε πάντοτε με το φορτίον της το αποτελούμενον εκ των συμποτών, οίτινες επί μάλλον και μάλλον εμεθύοντο και εθορύβουν. Ήδη δεν διετηρείτο πλέον η τάξις, μεθ' ης είχον παρακαθήσει εις την τράπεζαν.

Τώρα δε το ποτήρι είχεν αρχίση να κυκλοφορή και μεταξύ των άλλων συμποτών και προπόσεις εγίνοντο, αι ομιλίαι εζωήρευσαν και φώτα έφεραν οι υπηρέται, διότι είχεν αρχίση να νυκτώνη. Μετ' ολίγον επλησίασε διά να πάρη το ποτήρι του Κλεοδήμου, και ο Κλεόδημος του έσφιγξε το δάχτυλον και συγχρόνως με το ποτήρι τού έδωκε δυο δραχμάς, νομίζω.

Και οι μεν άλλοι, εγελούσαν όταν εσκώπτοντο, ο Αλκιδάμας όμως, όταν ο γελωτοποιός τον έσκωψε και αυτόν και τον ωνόμασε σκυλάκι της Μάλτας, εθύμωσεήτο δε και πριν φανερόν ότι εζήλευε τον γελωτοποιόν διά την εντύπωσιν που έκανε και διότι συνεκέντρωνε την προσοχήν των συμποτώνεπέταξε τον μανδύαν του και επροκάλεσε τον γελωτοποιόν εις πυγμαχίαν. Τον εφοβέριζε δε, αν δεν εδέχετο, να τον δείρη.

Το επεισόδιον ετελείωσε τοιουτοτρόπως• θα εγίνετο δε αίτιον μεγάλης καταισχύνης εις τον Κλεόδημον εάν εγίνετο γνωστόν μεταξύ όλων των συμποτών και δεν επρολάμβανεν ο Αρισταίνετος με πολλήν δεξιότητα να δώση τέλος εις την παρεκτροπήν.

— Κ' εγώ, 'ς το Θεό σου! — Κ' εγώ, γιατί λιγώθηκα! ανεβόησαν πολλοί συνάμα των συμποτών, και χείρες άπληστοι εξετάθησαν προς εμέ, και απαίσιον φως πλεονεξίας έλαμψεν επί των σατυρικών εκείνων προσώπων. — Αι, τ' αδέρφια! ανεβόησεν ο Δημήτρης, λιγώτερη πρεμούρα, ν' αγαπιώμαστε! Διέστε όσο θέλετε, μα τα χέρια κομμάτι παράμερα!