United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επί τέλους, έσπρωξε βιαίως το πινάκιον, αφού απέφαγε τας τελευταίας σταφίδας του, επέταξεν επί της τραπέζης το χειρόμακτρόν του, και ανήλθε συγχυσμένος εις το δωμάτιόν του. — Άσχημα έκαμα, έλεγε καθ' εαυτόν. Διατί να τον πειράξω με τα ασυλλόγιστα λόγια μου; Και τις η ανάγκη να τα είπω; Αλλά πάντοτε αργά μου έρχεται η σκέψις!

Ο φίλος μου, ο Αλεξανδρής τον αποτρέπει, τον διορθώνει, τον ανακαλείνα είπουμενεις την τάξιν, πλην αυτός κωφεύει και προχωρεί. Ετούτο όμως με επανέφερε πάλιν εις τας φοβεράς σκέψεις μου. Μου εφάνη ότι επανήλθον εις τας θέσεις των τα πένθιμα, εκείνα αντικείμενα. Κυττάζω εις τον ένα τοίχον, και βλέπωμου εφάνηεπί του ραφίου το πινάκιον με τα κόλλυβα.

Διά τον Αρισταίνετον και τον Εύκριτον υπήρχεν ένα πινάκιον επί μιας τραπέζης κοινόν και έκαστος ηδύνατο να λάβη εκ των φαγητών και τραγημάτων των ευρισκομένων εις το μέρος του. Ομοίως κοινόν είχον το πινάκιον ο Ζηνόθεμις ο Στωικός και ο Έρμων ο Επικούρειος• έπειτα ο Κλεόδημος και ο Ίων και μετ' αυτούς ο γαμβρός και εγώ, ο δε Δίφιλος είχε διά δύο, διότι ο Ζήνων είχεν απέλθη.

Άλλοι λατρεύουν ως θεόν το ήμισυ της κεφαλής και άλλοι ποτήρι πήλινον ή πινάκιον. Δεν είνε αυτά γελοία, καλέ Τιμοκλή; ΜΩΜ. Δεν σας το έλεγα, ω θεοί, ότι όλα αυτά θα αποκαλυφθούν και θα κριθούν αυστηρώς και λεπτομερώς; ΖΕΥΣ. Βέβαια το έλεγες, Μώμε, και είχες δίκαιον, εγώ δε θα προσπαθήσω να τα διορθώσω, αν διαφύγωμεν τον σημερινον κίνδυνον.

Συγχρόνως μας έφεραν το λεγόμενον εντελές δείπνον δηλαδή μίαν όρνιθα δι' έκαστον και κρέας αγριοχοίρου, λαγόν και ψάρια τηγανητά, σησαμωτά γλυκίσματα και διάφορα τραγήματα, τα οποία επετρέπετο ν' αποκομίσουν όσοι εκ των συμποτών ήθελαν. Δεν είχε δε παρατεθή εις έκαστον ιδιαίτερον πινάκιον, αλλ' έν εις εκάστην τράπεζαν.

Αυτή η γυνή, λέγω, βουλιμιά· πρέπει να ήνε νηστική προ καιρού. Απαντά το Φάσμα γελών: — Όχι· προ μιας μόλις στιγμής περιεφρόνησε πλήρες πινάκιον βασιλικής τραπέζης, διά να γλύψη με όρεξιν την καραβάναν του τελευταίου φρουρού! Λέγω τότε: — Ιδού γυνή εγκληματούσα· αλλά τούτο δεν είνε κανών· βλέπω πολλάς καραβάνας επί της τραπέζης, αλλ' η γλύφουσα αυτάς είνε μία. Δείξε μου και γυναίκα μετανοούσαν.

Γινώσκων καλώς το ελάττωμά μου ο Αλεξανδρής κατώρθωσεν, αν και ανεπιτήδειος εις τας τοιαύτας εργασίας εν άλλαις στιγμαίς, να εκβάλη έξω το πινάκιον των κολλύβων, και ν' αποκρεμάση και κατακαλύψη τον νεκρικόν στέφανον. Ο κυρ-Στρατήςεπιβοηθώναφήρεσεν εν τω άμα τα νεκρώσιμα κηρία από του μικρού πολυελαίου, τοποθετήσας επ' αυτού εκ στέατος λαμπαδίσκους.

Η Αφέντρα εκένωσεν εις έν πινάκιον μέρος των λαχάνων κ' έβαλε τα δύο παιδία να φάγωσι, βεβαία ούσα ότι, άμα έτρωγον, θα εκοιμώντο αμέσως, και «διά να λείψη ο μπελάς τους και διά να ξυπνήσουν πρωί». Ο Μανώλης πρώτος, αφού έφαγε πρότερον τα αμύγδαλα, τα οποία του είχε δώσει η μάμμη του, και ύστερον εμάσσησε και δύο περονιαίς χόρτα, έκλεισε τα όμματα και απεκοιμήθη καθήμενος.

Οι άλλοι έτρωγον κ' έπινον. Αλλ' η καρδία μου έτρεμεν ήδη ως πουλάκι εις το κλουβί. Ίνα αποστρέψω τους οφθαλμούς μου από του ενός τοίχου, οπού εκείτο το πινάκιον με τα κόλλυβα και από του άλλου, οπού εκρέματο ο νεκρικός στέφανος, απεφάσισα να κυττάζω προς την οροφήν.

Όταν επέστρεφα από την Αίγυπτον και ήκουσα ότι το Μαντείον της Μαλλού είνε περίφημον και δίδει αληθείς και σαφείς απαντήσεις εις εκείνους οίτινες γράφουν τας ερωτήσεις των εις πινάκιον και τας παραδίδουν εις τον προφήτην, ενόμισα καλόν κατά την διάβασίν μου να ερωτήσω και εγώ το μαντείον και να ζητήσω την γνώμην του θεού περί του μέλλοντος.