United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πριν ή τελειώση ταύτην, βλέπει μικρόν τρίπουν κείμενον ενώπιόν του, και επ' αυτού εφθά ωά αχνίζοντα, οπώρας και γάλα. Ο Πλήθων εδείπνησε σιωπηλός, και δεν ετόλμα να άρη την φωνήν προς ευχαριστίαν σεβόμενος της φιλοξένου θεάς το αόρατον. Ότε δε απεκοιμήθη επί της χλωράς κοιτίδος, τότε τω επεφάνη καθ' ύπνους η Δρυάς. Ήτο υψηλή και ωραία, η ξανθή κόμη της ήτο περιδεδεμένη με θαλλούς και με αστάχεις.

Μετά τόσας κακουχίας και ψυχικάς συγκινήσεις, ευρούσα στέγην φιλικήν και μαλακήν κλίνην, απεκοιμήθη βαθέως, μόλις έκλεισε τους οφθαλμούς.

Αλλά κάποτε απεκοιμήθη ο Αλεκτρυών και χωρίς να το θέλη αφήκεν αφρούρητον τον φίλον του• ο Ήλιος χωρίς να εννοηθή επλησίασε και είδε την Αφροδίτην και τον Άρην, ο οποίος εκοιμάτο αμέριμνα, διότι επίστευεν ότι ο Αλεκτρυών θα τους ειδοποιεί, αν ήρχετο κανείς• και ούτω ο Ήφαιστος ειδοποιήθη από τον Ήλιον και τους συνέλαβε, και τους έδεσε με τα δεσμά που είχε κατασκευάση προ πολλού γι' αυτόν το σκοπό.

Ο πατήρ του ηγόρασεν άλλην, αφού τον υποχρέωσε να υποσχεθή ότι δεν θα την πιάση εις την χείρα έως τα μεσάνυκτα, όταν θα υπάγουν εις την Ανάστασιν. Ο μικρός απεκοιμήθη κλαίων και χαίρων.

Μίαν πρωίαν ήτο μόνος και εν στιγμή διανοητικής προσηλώσεως εις τ' αντικείμενα εκείνα, όπου ήσαν η αφορμή ευδαιμονίας συγχρόνως και μαρτυρίου, ωσάν ν' απεκοιμήθη και ωσάν να ηνοίχθησαν προ των εκπλήκτων ομμάτων του ορίζοντες νέοι, μαγικοί, εις αυτόν άγνωστοι έως τότε.

Η Γιαννού έβγαλε το χράμι το μάλλινον, το διπλωμένον εις πολλάς πτυχάς, από το καλάθι της, το εξεδίπλωσεν, ετυλίχθη μ' αυτό, κ' έκλινε την κεφαλήν προς την ρίζαν του γηραιού πλατάνου. Απεκοιμήθη.

Μετ' ολίγον, ο κυρ-Δημάκης, πάντοτε σκυθρωπός και συννεφιασμένος, ως άνθρωπος μέλλων ν' αυτοκτονήση, απεκοιμήθη, νομίσας ότι καθησύχασεν ούτω την γραίαν, ίνα εγερθή την πρωίαν. Κάτω δε εις το κατώγειον φως έλαμπεν ακόμη από τας χαραμάδας του πατώματος και φωνή γλυκεία ηκούετο σιγά-σιγά άδουσα: Νύσταξ' η Πανίτσα και πάει να κοιμηθεί κ' η μάνα τς δεν το ξέρει πως θα στεφανωθή.

Τέλος εκουράσθη, ενύσταξε, κατεκλίθη και απεκοιμήθη. Είδε καθ' ύπνους, ότι αι Αθήναι είχον μεταβληθή εις Φλωρεντίαν, και μετά μικρόν ότι ωμοίαζον τας Βρυξέλλας. Κατεγίνετο δε ήδη να τας μεταμορφώση εις Παρισίους, ότε εξύπνησεν. Ενεδύθη ταχύς και κατέβη να πίη τον καφέν του εις έν καφενείον, κατά την παλαιάν νεανικήν του συνήθειαν.

Είτα εκάθισαν παρά την φέγγουσαν εστίαν. Η Αϊμά είχεν απόφασιν να μη κοιμηθή, αλλ' ο κάματος και ο ύπνος ενίκησαν αυτήν. Έκυψε την κεφαλήν επί των γονάτων της και απεκοιμήθη. Ο δε Πρωτόγυφτος έμεινεν άγρυπνος. Μόνον περί όρθρον βαθύν, ότε ήκουσε κρότον τινά, ως να απεπειράτο τις ν' ανοίξη την θύραν έξωθεν, τότε παραδόξως έκλεισε τους οφθαλμούς και εφάνη ότι εκοιμάτο.

Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εσκεπάσθη με το κιλίμι το οποίον εκόμιζε, και μετ' ολίγα λεπτά απεκοιμήθη. Ήτο δε ήδη νυξ.