United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατά το στάδιον τούτο του έργου Του, η γοητεία του φόβου εκείνου, η προερχομένη εκ της αγάπης και της καθαρότητός Του, και εκ της ενδοτέρας εκείνης θειότητος ήτις έλαμπεν εις την στάσιν Του και ήχει εις την φωνήν Του, δεν είχε θραυσθή ακόμη.

Εκτυπούσαν τον αέρα με δύναμιν και το εσήκωναν υψηλά, και χωρίς και αυτό το ίδιον να ηξεύρη πώς το κατώρθωσε, ευρέθη έξαφνα μίαν ημέραν εις ένα ωραίον κήπον, όπου εμύριζε γλυκά η πασχαλιά, τα δε κλαδιά των δένδρων ήγγιζαν μίαν μικράν λίμνην, της οποίας το νερόν έλαμπεν ωσάν καθρέπτης.

Πρωί, μόλις είχε ξυπνήσει ο παππούς, η Φωτεινή επέστρεψεν από την πόλιν. — Σήκω, παππού, του εφώναξεν, έφερα τα υποδήματα! Ο παππούς δεν ήξευρε τι πρώτα να θαυμάση, τα ωραία και στερεά υποδήματα ή το πρόσωπον της εγγονής του, το οποίον έλαμπεν όλον από χαράν.

Έν βήμα ακόμη και επήδων εντός της κοίτης του ποταμού, ότε ησθάνθην διά μιας κτύπημα και πόνον φρικτόν εις την αριστεράν μου κνήμην, πόνον όμοιον του οποίου δεν είχα αισθανθή ποτέ, και αντί να πηδήσω εντός της κοίτης, ενόησα ότι κρημνίζομαι εντός αυτής... Κατόπιν δεν ενθυμούμαι πλέον τίποτε, μέχρι της στιγμής καθ' ην εξύπνησα. Η πανσέληνος έλαμπεν άνωθέν μου· ήμην εξηπλωμένος κατά γης.

Επί της κορυφής υπό το αλέμιον έλαμπεν εν τω φωτί μεγάλη χρυσοκέντητος γλάστρα με ολόκληρον τριανταφυλλέαν με τα φύλλα της και με τα ρόδα της, κόσμημα του καλύμματος της κεφαλής, υπό το οποίον αόρατος περιδένεται των γυναικών η κόμη.

Εν τη εστία, επιμελώς δι' ασβέστου νεωστί κεχρισμένη, έλαμπεν η θερμαίνουσα ανθρακιά, αναδίδουσα προς τα επάνω ωραίον κυανοπόρφυρον φλόγισμα, μετά τερετισμών χαρμοσύνων ενερχόμενον προς την καπνοδόχον και ωθούν ενίοτε προς τ' άνω λαμπρούς σπινθήρας.

Η φυσαρμόνικα έλεγε κάποιο ανατολίτικο τραγούδι, με χαλαρό ρυθμό, γεμάτο λύπη, μελαγχολία και διάθεση σε κλάμα. Αλλά το πρόσωπο του ναύτη που έπαιζεν έλαμπεν όλο από αναγάλια. Είχε σκυμένο το κεφάλι στη φυσαρμόνικα και φαινότανε σα νάθελε να προστατευτεί από αυτήν.

Είπε, κ' ευθύς επρόσταξε τους δούλους και υπακούσαν, και αρμάτωσαν καλότροχο φορτωτικόν αμάξι, και εις τον ζυγόν υπόταξαν κ' έζεψαν τα μουλάρια. τα φωτεινά φορέματα μέσ' από τον κοιτώνα έφερνε η κόρη κ' έθεσετο τορνευμένο αμάξι• 75 κ' ένα κανίστρι εφόρτωσε τροφαίς όλο η μητέρα, κάθε λογής, ευφραντικαίς, και με κρασί γεμίζει τράγινο ασκί• κ' η κορασιάτην άμαξ' αναιβαίνει• και λάδ' υγρόολόχρυσο ροΐ της δίδει ακόμη, μαζή με ταις θεράπαιναις το σώμα της να χρίση. 80 και αυτή πήρε τη μάστιγα και τα λαμπρά λουρία, και τα μουλάρια ράβδισε, 'που εκίνησαν με κρότο, και άπαυτα ετρέχαν κ' έφερναν τα ενδύματα κ' εκείνην, μόνην όχι• η θεράπαιναις εβάδιζαν κατόπι. και εις τ' εύμορφον ως έφθασαν και πρόσχαρο ποτάμι, 85 ηύραν εκεί τα πλυσταρειά, και άφθονον αναβρύζει καλό νερό, 'που 'ναι αρκετό να βγάλη κάθε ρύπο. και τα μουλάρια ξέζεψαν αυταίς και τ' απολύσαν εις τ' αφρισμένου ποταμού την άκρη, αυτού να τρώγουν την αγριάδα την γλυκειά• τα ενδύματ' απ' τ' αμάξι 90 σήκωσαν, κ' έμπασαν νερό μαύρο, και όλαις αντάματους βόθρους μέσ' αντίζηλα με βια ποδοπατούσαν. και αφού τα έπλυναν και καλά τους ρύπους εκαθάραν, εις τ' ακρογιάλι τ' άπλωσαν αραδικώς, 'ς το μέρος 'που τα χαλίκιατην ξηράν ελεύκαινε το κύμα. 95 κ' εκείναις, αφού ελούσθησαν και αλείφθηκαν με λάδι, 'ς το πλάγι εκεί του ποταμού γευμάτισαν, και ωστόσο τα ενδύματ' έμεναντου ηλιού την λάμψι να στεγνώσουν. και αφού χαρήκαν την τροφήν η δούλαις με την κόρη, έβγαλαν τα μαγνάδια τους και με την σφαίρα επαίζαν. 100 και η λευκοχέρα Ναυσικά άρχιζε το τραγούδι. και ως η τοξεύτρα Αρτέμιδα τα όρη καταιβαίνει, ταις ράχαις του υψηλότατου Ταϋγέτου ή του Ερυμάνθου, κ' έχειτους κάπρους ηδονή καιτα γοργά τα 'λάφια• και η νύμφαις η αγροκάτοικαις, του Δία θυγατέρες, 105 παίζουν μαζή της, και η Λητώτα στήθη αναγαλλιάζει• και η κεφαλή, το μέτωπον αυτής εξέχ' εις όλαις, και αυτ' είναι καλογνώριστη, αν και όλαις είν' ωραίαις• όμοιαταις κόραις έλαμπεν η ανύμφευτη παρθένα.

Και εις τα μέτωπα πάντων έλαμπεν ήδη ο στέφανος του μαρτυρίου, τα δε βλέμματα των είχον το ακτινοβόλημα του ενθουσιασμού, με το οποίον οι μάρτυρες του χριστιανισμού εδέχοντο ψάλλοντες τας βασάνους και τον θάνατον. Κατόπιν ετελέσθη η ιερά μυσταγωγία και πάντες μετέλαβον των αχράντων μυστηρίων. Εξηκολούθησαν δε αγρυπνούντες και αναμένοντες τους απεσταλμένους.

Αλλά αμέσως ήλθεν ο γέλως εις τα χείλη, χαράς ακτίνες ετοξεύθησαν από τα μάτια της, έξω έλαμπεν ο ήλιος τόσον ωραίος και αύριον ήτο ο γάμος αυτής και του Ρούντυ. Ο Ρούντυ ήτο ήδη εις το δωμάτιον, όταν εισήλθεν η Μπαμπέττα, και μετ' ολίγον μετέβησαν εις Βίλλνευβ. Και οι δυο ήσαν ευτυχέστατοι και ο Μυλωθρός επίσης εγέλα και ακτινοβολούσεν εις ευθυμίαν: καλός πατήρ ήτο αυτός και ψυχή λαμπρά.