United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τοσούτω εις την αρχήν όταν εγδύθηκανδιότι τους έβλεπααλείφθησαν με λάδι και έτριψαν ο ένας τον άλλον φιλικώτατα• έπειτα δεν γνωρίζω τι έπαθαν και ώρμησαν με την κεφαλήν χαμηλωμένην και ήρχισαν ν' αλληλοσπρώχνωνται και να συγκρούουν τα μέτωπα, καθώς οι κριοί.

Ούτω γίνεται σύγχυσις εις την οποίαν λησμονούν τι ήρχισαν να συζητούν, και αφού υβρισθούν μεταξύ των φεύγουν και με το δάκτυλον οι περισσότεροι σκουπίζουν τα ιδρωμένα μέτωπά των• εκείνος δε φαίνεται νικητής ο οποίος ανεδείχθη πλέον φωνακλάς και αδιάντρωπος και φεύγει τελευταίος.

Εις το αμφιθέατρον άνθρωποι είχον υψώσει τους βραχίονας και έμενον ακίνητοι εις την στάσιν αυτήν. Άλλων τα μέτωπα ήσαν περίρρυτα εξ ιδρώτος, ως εάν οι ίδιοι είχον παλαίσει κατά του θηρίου. Εις το ημικύκλιον ηκούετο μόνον ο τριγμός των λυχνιών και ο κρότος των φεψάλων, τα οποία έπιπτον εκ των πυρσών. Ο λόγος είχεν εκπνεύσει εις τα χείλη. Αι καρδίαι έπαλλον μέχρι διαρρήξεως των στηθών.

Ήσαν εκεί δύο ραββίνοι της Τρανστιβέρης, ενδεδυμένοι μακράς επιδεικτικάς εσθήτας και φέροντες μίτραν επί της κεφαλής, είς νέος γραφεύς, όστις εχρησίμευεν ως γραμματεύς των και ο Χίλων. Μόλις είδον τον Καίσαρα, οι ιερείς ωχρίασαν εκ συγκινήσεως και, υψώσαντες τας χείρας μέχρι των ώμων, εκάλυψαν τα μέτωπα με τας παλάμας.

Ο γέρω- Σολμάν, όστις εγνώριζε το πράγμα, τους επρότεινε κ' έκαμαν όλοι, ανατέλλοντος του ηλίου, ευσεβή προσευχήν, κροτήσαντες τρις τα μέτωπα εις το λιθόστρωτον, επικαλούμενοι ίλεων την σκιάν του αρχαίου ομοθρήσκου των, όστις, τις οίδε διά ποίαν αμαρτίαν, είχε μείνει έξω του Παραδείσου και το φάσμα του εξηκολούθει μετά τόσα έτη να περιπλανάται εις την μελαγχολικήν εκείνην τοποθεσίαν.

Αργοπατούσαν και τρίκλιζαν κι αγκομαχούσαν κάθε λίγο από το βάρος της σανίδας τα παλληκάρια. Ο ίδρωτας όμπριζε στα μέτωπα τους· μα την ήθελαν τέτοιαν αγγάρεια. Γύρω τους άλλα παλληκάρια, της δουλειάς και της ταβέρνας παιδιά, ακολουθούσαν προσεχτικά, έτοιμα να πάρουν τη θέση τους. — Κύριε λέησον, μωρέ παιδιά!... ακούεται βροντερή φωνή.

Εκεί &εβίγλιζα&, ήτοι ήμην &καραούλιείχα δηλαδή σκοπιάν, μήπως φανή που ερχομένη ψυχή ανθρωπίνη, διαβάτου ή γείτονος, ώστε να τους δώσω εγκαίρως είδησιν να παύσουν, και να έλθουν ευπρόσωποι προς το μέρος που εκαθήμην. Εκόντευε μεσημέρι, και δεν είχεν ακόμη μισό μπόι βάθος ο λάκκος. Ο ιδρώς περιέρρεε τα μέτωπα και τους λαιμούς των. Εζήτησε να πίη νερόν ο Νικολός, αλλ' εστάθη.

Ενίοτε από υψηλόν τινα θάμνον κατέπιπτε μετά τριγμού και κρότου, αποσπωμένη από τα κλαδία, τολύπη τις χιόνος, θωπεύουσα δροσιστικώς τους οφθαλμούς και τα μέτωπα των δύο νυκτοβατών.

Μέσα στο βρύχημά του άκουσα χτύπο ξεχωριστό, έναν κουφό χτύπο· και δεν ήταν άλλος παρά τα κόκκαλα που εδέρνονταν συναμεταξύ τους και τα γυμνά ποδάρια ελάχτιζαν με πείσμα τ' άσαρκα μέτωπα, σαν να ελάχτιζαν ίδια τη σκέψι τους, σαν να τους έλεγαν: — Γιατί μας έφερες εδώ! Από απάνω μου ετσίμπαε ο καπετάνιος. — Έλα, τόρα. Έλα και δεν θα κατορθώσης τίποτα. Δεν θα κατορθώσω τίποτα! Κ' εγώ το εκατάλαβα.

Όταν χτύπησε ο ήλιος στα βουνά, οι φορτωμένοι πληθυσμοί έφτακαν στην κορφή του χωριού. Κ' ύστερ' από λίγην ώρα, που ξεφορτώνονταν αυτοί στο περιαύλι της εκκλησίας, η χρυσές του αχτίδες στεφάνωναν τα ιδρωμένα και περήφανα μέτωπά τους.