United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ρυάζονται, φεύγουν τα θεριά. Κλεφτά, κλεφτά κι' ο γύφτος Χωνεύειτην κουφάλα του. Κανείς δεν απομένει Παρ' η αχτίδες του ηλιού, που ασπάζονται το μνήμα. Προσάναμμα, αποκλάδι. σ. 251 Προσάναμμα ξηροί λεπτότατοι κλαδίσκοι, δι' ων ανάπτει τις φλόγα. Αποκλάδια κυρίως αι των αμπέλων κλαδευόμεναι ράβδοι και χρησιμεύουσαι εις τον αυτόν σκοπόν. Χλωροκομμένο φρύγανο, σ. 251

Κοίταζε ο Μιχάλης παραδίπλα τα λιολουσμένα παράθυρα, και τις πολυχρώματες τις αχτίδες που πέφτανε στα στασίδια, περνώντας από τον κρουσταλλωτό πολυέλαιο. Τι σκοπούς είχαν οι δυο τους, μήτε καλοήξερε, μήτε ρωτούσε.

Περνούσαμε τους στενούς δρόμους αμίλητοι σα φαντάσματα. Έτρεμα από το κρύο, κι' από την κρυάδα της νύχτας εκείνης. Ο χειμώνας συντρόφευε με το Κόλι, να με τρομάξουν. Άκουγα το μουγκρητό και περπατούσα βιαστικά και με ψεύτικο θάρρος. Και μόνο παρηγοριούμουν κ' ησύχαζα σαν έπεφταν του φαναριού η αχτίδες σε κανέναν τοίχο, σε καμιά πόρτα που γνώριζα.

Πύργος διπλοθεμέλιωτος και μαρμαροχτισμένος. Χτυπάει τ' αλόγου τα πλευρά να κατεβή 'ςτόν κάμπο, Γλυκά ροδίζ' η ανατολή. 'Σ ολίγο δίνει ο ήλιος. Λαμποκοπάν η αχτίδες του 'ςτά χιόνια τα στρωμένα, Λαμποκοπάν τα ρέμματα, λαμποκοπάει ο πύργος, Κ' ένας βαθύς αντίλαλος, οπού ξυπνάει την πλάση, Από τον πύργο τον ψηλό γλυκό τραγούδι φέρνει.

Δεν είχε μείνη τίποτε· η σταφίδα, όση δεν την πήρε η νεροποντή, είχε κολλήση, με το χώμα, είχε γίνη ντιπ λάσπη, αυτή που εδώ και λίγη ώρα άφινε στου ήλιου τις αχτίδες εκείνο το γλυκό μπλε χρώμα. Σε τέτοια καταστροφή, σε τέτοιο χαλασμό, ο πόνος μας τράνταξε βαθειά, βαθειά, όλους. Ω! ο Θεός είταν πολύ άδικος, πολύ άδικος!

Από πάνω ο βράχος του Φιλοπάππου που, ό,τι κρύο και νάκανε τώρα το χειμώνα, τους βαστούσε το Βορριά και τραβούσε όλες τις αχτίδες απάνω του και σαν έκανε καλωσύνη μύριζε πέτρα λιασμένη και μοναξιά βουνίσια και γαϊδουράγκαθο διψασμένο.

Με τες χρυσές αχτίδες σου δείξε μου μιαν ημέρα Τον νιον αυτόν τον θεριστή, που τραγουδάει την νύχτα, Να τον γνωρίσω, να τον 'δώ' διάνεμμα να του κάμω Την νύχτα να μη τραγουδάη, 'ς τον κάμπο να μη βγαίνη, Νάρχεται με του φεγγαριού τ' απόσκιατην αυλή μου Να τον χορταίνω φίλημα, να τον χορταίνω αγκάλια Αφιερώνεταιτον αγαπημένον μου κ. Κ. Καζαντζήν.

Όταν χτύπησε ο ήλιος στα βουνά, οι φορτωμένοι πληθυσμοί έφτακαν στην κορφή του χωριού. Κ' ύστερ' από λίγην ώρα, που ξεφορτώνονταν αυτοί στο περιαύλι της εκκλησίας, η χρυσές του αχτίδες στεφάνωναν τα ιδρωμένα και περήφανα μέτωπά τους.

Τήραγε τα φύλλα που σάλευαν και που σαλεύοντας άφιναν κάθε λίγο και ξεγλιστρούσαν απ' ανάμεσά τους αχτίδες που αστράφτανε στα μισοκλεισμένα της μάτια σαν πρώτου νερού διαμάντια.

Ένα γλυκό αεράκι σάλεψε τα κλαδιά του γεροπλάτανου και δυο αχτίδες χρυσές γλυστρήσανε απ' τη φυλλωσιά του και πλέξανε μια χρυσή κορώνα στο κεφάλι της. Ο νέος ο κυνηγός την κύτταξε γλυκά και είπε μέσα του: — Πόσο της μοιάζει για βασίλισσα!