Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Νησάκι κατάφυτον, σκιερόν νησάκι, νησάκι εύμορφον. Και τώρα ακόμη, θαρρώ πως δεν υπάρχει άλλο ευμορφότερον. Μακρόθεν, φαίνεται σαν ψεύτικο. Σαν θαλασσογραφία. Από κοντά, φαίνεται σαν αληθινό. Σαν ζωντανό. Νησάκι με ψυχήν, με πνοήν, με μάτια, με στόμα νησάκι. Όποιος είναι επάνω, θαρρεί πώς είναι εις τον Παράδεισον.

Και τρομασμένη και βουβή κι ασάλευτη μαζεύουνταν τόρα όλη, σύσσωμη με τα μάτια της ολάνοιχτα προς τη κραυγή έξω που φαίνουνταν πως είχε πλημμυρίση γύρω και ως πέρα την κάμαρα, από ωκεανό φρίκης, θέλησε να γυρίση προς τον άντρα της, να του μιλήση λίγο, να τον ξυπνήση, ν' αναθαρρήση και να πετάξη, σαν ψεύτικο φάντασμα, όλη η αγωνία της.

Πράγματι, όταν ο κόσμος μαζεύτηκε πάλι στην αυλή και οι γυναίκες περνώντας έψαχναν στις τσέπες τους να βρουν κάτι για να δώσουν ελεημοσύνη στον ψεύτικο άρρωστο, εκείνος άρχισε να φωνάζει: «Μα κοιτάξτε τον καλά! Είναι πιο γερός από εσάς. Τρυπήθηκε με μια δηλητηριασμένη βελόνα». Τότε κάποιος έσκυψε για να δει καλύτερα τον ψεύτικο όγκο και ο ζητιάνος, χλωμός, ακίνητος, δεν αντέδρασε, δε μίλησε.

Τότε ο πραγματικός τυφλός έσκυψε επάνω στον ψεύτικο και τον ρώτησε μέσα από τα δόντια, χαμηλόφωνα: «Γιατί το έκανες αυτό, φαρισαίε;» «Επειδή έτσι μου άρεσε.» Ο Έφις χαμογελούσε. Ο τυφλός έβλεπε αυτό το χαμόγελο και εξοργιζόταν. Όλη η οργή του προς τον σύντροφό του τον κλέφτη στράφηκε προς τον καλό σύντροφο. «Δεν θέλω πια να πηγαίνω μαζί σου∙ καλύτερα να πέσω καταγής και να περιμένω το θάνατο.

Και λέγοντας αυτά τα λόγια, έκανε τρεις φορές το σταυρό του, με μεγάλη κατάνυξη. Η κάκω η Μήτραινα τον ξαναγκάλιασε πάλι, και τον έσφιξε δυνατά στα στεγνωμένα στήθια της, λέγοντας του: — Καλώς ήρθες, παιδάκι μ'! καλώς ήρθες! Ο Γιάννης, εξακολούθησε: — Πιστεύω, τον ψεύτικο θάνατό σ' τον έπλασε ο μακαρίτης ο πεθερός μ', για να με κάνη γαμπρό τ'. Αλλά βλέπ'ς; δεν τώστρεξε το άδικο ο Θεός!

Ο κυρ-Μαργαρίτης, είχεν αρχίσει να τρίβη τας χείρας και κάτι εφαίνετο σκεπτόμενος. Τώρα, τι τα θέλεις, είπε στραφείς προς την γραίαν· οι καιροί είνε δύσκολοι, μεγάλα κεσάτια. Να το πάρω, να σου το εξαργυρώσω, ξέρω πως είνε σίγουρος ο παράς μου, ξέρω αν δεν είναι και ψεύτικο; Από κει κάτω, απ' τον χαμένον κόσμον, περιμένεις αλήθεια; Όλαις η ψευταίς, η καλπουζανιαίς, από 'κεί μας έρχονται.

Σώπα, γειτόνισσα! Μου το είπες κι' άλλη φορά. Σώπα. Εγώ σου είπα πολλές φορές, τα μάγια δεν τα πιστεύω. Τα μάγια είνε ψευτιές για να ψευτοπερνούν μερικοίτον ψεύτικο κόσμο. Είπεν η Γερακούλα κ' έρριψεν αίφνης το πλήρες ελπίδων βλέμμα της εις τας τέσσαρας θυγατέρας της. Είχον σταθή εις την κορυφήν του τελευταίου λόφου να ίδουν την ανατολήν του ηλίου.

Αλλά και μερικοί άντρες σταματούσαν γύρω από τον τυφλό γέρο και τον ψεύτικο άρρωστο, ένας μάλιστα έσκυψε για να δει καλά τον όγκο. «Ναι, ο Θεός να βάλει το χέρι του», είπε, «ήταν ακριβώς έτσι και έζησε μόνο ένα χρόνο.» «Μόνο ένα χρόνοφώναξε ένας άλλος. «Α, δεν θα μου έφτανε να τελειώσω ούτε τρεις από τις χίλιες δουλειές που έχω στο μυαλό μου. Έλα, πάρε

Το παραμύθι του κουρέα που πήγε και φώναξε στα πηγάδια την ανακάλυψη των γαϊδουρινών αυτιών στο βασιλικό κεφάλι του Μήδα, ζωντάνευε δυνατό, χτυπητό, γεμάτο παράσταση μπροστά του. — Κανένα παραμύθι δε μπορεί νάναι ψεύτικο, συμπέρανε. Απολύτως κανένα παραμύθι.

Και να που ανοίγει η πόρτα της καζάρμας και βγαίνουν οι δυο τυφλοί κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου σαν δυο αδέλφια. Ο Έφις πήγε κοντά τους και πήρε από το χέρι το σύντροφό του. Έτσι, μπαίνοντας στη σειρά γύρισαν στην αυλή της εκκλησίας κι εκεί έκαναν ένα γύρο ψάχνοντας τον ψεύτικο άρρωστο.

Λέξη Της Ημέρας

χοντροπελέκητο

Άλλοι Ψάχνουν