United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς τον έκανες τον όγκο; … Πες μου, θα σου δώσω άλλα εννέα ρεάλια: έτσι θα κάνω κι εγώ για να μην πάω στο στρατό.» «Πρόσεχε γιατί έρχονται οι καραμπινιέροι.» «Πάψτε. Δεν τρέχει τίποτε.» Ο κόσμος μέριασε για να περάσουν οι καραμπινιέροι: ψηλοί, με κόκκινο και γαλάζιο λοφίο να ανεμίζει σαν φανταστικό πουλί, στάθηκαν επάνω από τους δυο ζητιάνους που βρίσκονταν κουβαριασμένοι καταγής.

Έτσι οι παντοτινοί θεοί τους διο στρατούς τρακαίρνουν πυρώνοντας τους, και βαρύ στη μέση ανάβει πάθος. 55 Και βρόντησε άγρια των θεών κι' αθρώπων ο πατέρας οχ τα ούράνια· κάτωθες κι' ο Ποσειδός τραντάζει της γης τον όγκο, των βουνών τις αψηλές κορφάδες.

Δεν επρόφτασα να κινηθώ από τη θέσι μου, να καλοϊδώ το σώμα που εσπάραζε στο αίμα του και βλέπω τον φονιά να πηδάη στο τσιμπούκι και να ρίχνεται στη θάλασσα, σκούζοντας σαν τον ρύσο. — Πιάστε τον!... εφώναζα. Μα δεν είδα στα γελαστά νερά παρά τις Ρούσες, που έφευγαν με φωνές στο ακρογιάλι αφροκοπώντας τη θάλασσα, σαν κοπάδι δελφινιών εμπρός στον θεότρομον όγκο της φάλαινας!...»

Αλλά και μερικοί άντρες σταματούσαν γύρω από τον τυφλό γέρο και τον ψεύτικο άρρωστο, ένας μάλιστα έσκυψε για να δει καλά τον όγκο. «Ναι, ο Θεός να βάλει το χέρι του», είπε, «ήταν ακριβώς έτσι και έζησε μόνο ένα χρόνο.» «Μόνο ένα χρόνοφώναξε ένας άλλος. «Α, δεν θα μου έφτανε να τελειώσω ούτε τρεις από τις χίλιες δουλειές που έχω στο μυαλό μου. Έλα, πάρε

Πλάι τους ήταν άλλοι δυο ζητιάνοι: ένας γέρος τυφλός και ένας νέος, ο οποίος πριν έρθει, τρύπησε το στήθος του κάτω από τη δεξιά θηλή και έτριψε επάνω το γάλα ενός δηλητηριώδους φυτού για να δημιουργηθεί έτσι ένα πρήξιμο, που το παρίστανε τάχα σαν κακοήθη όγκο.

Και ζερβόδεξα φαντάσματα να κατεβαίνουν απάνω μας, με τον όγκο τους να μας πνίγουν, πανιά και ξάρτια καραβιών άλλων που έτρεχαν αιθεροπλανημένα νομίζεις να εύρουν τον πόρο τους. Οι ναύτες τυλιγμένοι στην ομίχλη μόλις εξεχώριζαν, ψυχές ανεμοκίνητες που ταξειδεύουν στο χάος.

Πράγματι, όταν ο κόσμος μαζεύτηκε πάλι στην αυλή και οι γυναίκες περνώντας έψαχναν στις τσέπες τους να βρουν κάτι για να δώσουν ελεημοσύνη στον ψεύτικο άρρωστο, εκείνος άρχισε να φωνάζει: «Μα κοιτάξτε τον καλά! Είναι πιο γερός από εσάς. Τρυπήθηκε με μια δηλητηριασμένη βελόνα». Τότε κάποιος έσκυψε για να δει καλύτερα τον ψεύτικο όγκο και ο ζητιάνος, χλωμός, ακίνητος, δεν αντέδρασε, δε μίλησε.