Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Γιατί άξαφνα, εκεί που ετριβόταν μικρή κ' ελάχιστη σαν χαϊδεμένη γάτα κοντά στον καπετάνιο, επεταγόταν απάνω κ' εμέριαζε το καραβόπανο φωνάζοντας τρομαχτικά: — Παναγία βόηθα!... Παναγία βόηθα!... Κ' ευθύς που εδροσόλουζε το καράβι με το βλέμμα της εγύριζε πίσω, γελαστά ψιθυρίζοντας στον τρομαγμένον δεσπότη της: — Τίποτα, καλέ! τίποτα... Έλεγα πως ήταν βαπόρι να μας κόψη...
Ήταν ωραίος ιππότης, αλαζονικός και υπερήφανος, μιλούσε ευχάριστα, αλλά η αξία του ήτανε μεγαλύτερη μέσα στα δωμάτια των γυναικών παρά στη μάχη. Ηύρε την Ιζόλδη να τραγουδάη, και της είπε γελαστά: «Αρχόντισσα, τι θλιβερό τραγούδι, θλιβερό σαν του νεκροπουλιού.
Ήμουνα σήμερα, παιδί μου, εις τα βιβλιοπωλείον του Νάκη και ήταν εκεί ένας ροδοκόκκινος γέρος, με γελαστά μάγουλα και γελαστά μουστάκια και γελαστά γένεια, και τους εδιάβαζε τον Χρονογράφον και τους έλεγε για την Πόλι ότι πλησιάζει ο καιρός της και τους έκαμεν όλους να συλλογίζωνται.
Έλαμψε ο ουρανός. Κι' ενώ το καράβι των Νορβηγών έφευγε μακρυά, ήρεμα και γελαστά τα κύματα έφεραν τη βάρκα του Τριστάνου στην άμμο της παραλίας. Με μεγάλη προσπάθεια, ανέβηκε στους γκρεμούς και είδε, πέρα από μια έρημη και βαθειά σαν κοιλάδα έκτασι, ένα δάσος απέραντο.
Μια λιτανεία ανέβαινε από την κοιλάδα και σε λίγο οι βράχοι καλύφθηκαν με άσπρο και κόκκινο, ανάμεσα στους θάμνους γελαστά ξεφύτρωναν τα πρόσωπα των παιδιών και κάτω από τα πουρνάρια οι γέροι βοσκοί γονάτιζαν σαν Δρυΐδες προσήλυτοι.
Όλα ήσαν χαρούμενα και γελαστά μέσα στο μεγάλο περιβόλι και μόνο η ωραία βασίλισσα είχε τον πόνο της, ανάμεσα στην ξένη χαρά, και τα δάκρυά της έσταζαν σαν δροσιά απάνω στα φύλλα των λουλουδιών. Τα δένδρα και τα λουλούδια ήξεραν τον πόνο της. Οι λίμνες και τα ποταμάκια γνώριζαν τον καϋμό της.
Μήτε κρύο πολύ κάνει στην Πάρο, μήτε πολύ ζέστη· τα σοκάκια της είναι μικρά, όπως και τα σπιτάκια. Όλα της είναι ήσυχα, φρόνιμα, καλούτσικα, γελαστά, όλα της έχουν κάποιο μέτρο και κάποιο γούστο. Κ' η θάλασσα στην Πάρο δεν ξέρει από φουρτούνες· εκεί, κάθε χρόνο, το καλοκαίρι, έρχουνται τα σφουγγαράδικα και ψαρέβουνε δίχως φόβο.
Τότες με χείλια γελαστά του κάνει ο Αγαμέμνος σαν είδε πως πειράχτηκε, και ξείπε εφτύς το λόγο «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, μήτε σε παρακατεχώ μήτε ορισμούς σου δίνω. Ξέρω πως κρύβει φιλικιά μέσα η ψυχή σου γνώμη, 360 γιατί ότι θέλω θες κι' εσύ. Μον πήγαινε! Ειδέ ετούτα, κάνα κακό αν ειπώθηκε, τα σάζουμε κατόπι, κι' έτσι όλα ο Δίας σαν καπνό ας τ' ανεμοσκορπήσει.»
Βουνά του νησιού, γελαστά και χαριτωμένα. Λες κ' η φύση τα χαδεύει, κι αυτά ραχατεύουν. Νυσταγμένα κι αυτά, ξέννοιαστα και βαριά. Μήτ' ένας στεναγμός δεν ταράζει τον ύπνο τους! Χύνε το φως σου, φεγγάρι μου, μέσα στο μαγευτικό αυτό κοιμητήριο! Ας κοιμούνται οι άλλοι. Σώνει που σε θωρούν και σε καμαρώνουνε τρεις. Οι δυο μας, κ' ένας Θεός. Συνηθισμένο είσαι από τέτοια άδοξη δόξα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν